Ο Marcel Proust (1871-1922) άρχισε να γράφει το δεκαπεντάτομο μυθιστόρημά του το 1907, σε ηλικία 36 ετών. Η τελική διάταξη του έργου του είναι η ακόλουθη: 1) Από τη μεριά του Σουάν, 2) Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, 3) Η μεριά του Γκερμάντ, 4) Σόδομα και Γόμορα, 5) Η φυλακισμένη, 6) Η δραπέτισσα, 7) Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει: «Αυτό είναι το βασικό βιβλίο, το μόνο αληθινό βιβλίο που ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται να το επινοήσει, αλλά μόνο να το μεταφράσει, εφόσον υπάρχει μέσα στον καθένα μας». Στο μυθιστόρημα υπάρχει ένα Αφηγητής, ο οποίος περιγράφει τις δικές του εμπειρίες, αναλύει τον εαυτό του, καθώς και τους χαρακτήρες και τη σεξουαλικότητα των άλλων ανθρώπων, όπως η οιδιποδειακή σχέση, η ηδονοβλεψία, ο ναρκισσισμός, η ομοφυλοφιλία, ο σαδομαζοχισμός, η ανάγκη για αγάπη και ο χωρισμός και άλλα. Όλα αυτά μας τα διηγούνται οι αναλυόμενοί μας ως φαντασιώσεις του συνειδητού και του ασυνειδήτου και πολλές φορές τα κάνουν πράξη. Το μυθιστόρημα αυτό αρχίζει με την περίφημη πρωταρχική σκηνή του «φιλιού που δεν δόθηκε» (από τη μητέρα) σε πρώτο πρόσωπο. Ο Proust ήταν τότε επτά ετών. Μετά το νυχτερινό «φιλί» ο πατέρας εξαφανίζεται από το μυθιστόρημα και η σχέση του Proust με τη μητέρα του γίνεται όλο και περισσότερο στενή, παλινδρομική και προ-οιδιποδειακή. Ο θάνατος της μητέρας του το 1905 σημάδεψε τον Proust. Αφού πέρασε μήνες βαθειάς θλίψης, ο Proust αναγνώρισε την ενοχή του για τον ατελείωτο αλληλοσπαραγμό με τη μητέρα του και κατά συνέπεια μπόρεσε να τη συγχωρέσει. Τότε, το 1907, σε ηλικία 36 ετών γύρισε νοερά στο βράδυ του «φιλιού» στο Ωτέιγ, εκεί όπου αρχίζει το μυθιστόρημα. Στη συνέχεια του μυθιστορήματος εμφανίζεται στη «σκηνή» ο Αφηγητής (persona του Proust). Η περίπλοκη σεξουαλικότητα του Proust αρχίζει από παιδί και η κορύφωσή της αντιπροσωπεύεται από το βαρώνο ντε Σαρλύς, που είναι και το εξιλαστήριο θύμα του Proust. Όταν ο Πανδαμάτωρ Χρόνος κάνει την εμφάνισή του, ο Αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι η τέχνη είναι η σωτηρία του και αποφασίζει να γράψει το βιβλίο που είχε μέσα του. Ολόκληρη η δομή του μυθιστορήματος περικλείεται ανάμεσα στις επτά σελίδες της εισαγωγής του «φιλιού» όπου, στις ελάχιστες σελίδες της, είχε βιώσει και σκιαγραφήσει την αρχή του μυθιστορήματος, τον «Χαμένο Χρόνο», και το τέλος αυτού, τον «Ξανακερδισμένο Χρόνο». Ο Μ. Proust (1871-1922) μυθιστοριογράφος και ο S. Freud (1856-1939) ψυχαναλυτής δεν ειδώθηκαν ποτέ, ούτε ο ένας γνώριζε το έργο του άλλου. Ως βαθείς όμως ερευνητές της ανθρώπινης ψυχής οδηγήθηκαν συχνά στις ίδιες σκέψεις. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Ο S. Freud στο «Totem and Taboo» (1913) υποστήριξε ότι η φυσική τάση να σκοτώνεις είναι παρούσα σε όλα τα όντα από καταβολής της ανθρώπινης κοινωνίας. Αναφέρεται δε στη βία του αρχέγονου παντοδύναμου πατέρα προς τα μέλη της ορδής και στη βία των αδελφών που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τον τύραννο και να δημιουργήσουν μια κοινωνία που να βασίζεται στον τοτεμισμό, στην εξωγαμία (απαγορεύεται η αιμομιξία) και στο ενοχικό συναίσθημα του φόνου του πατέρα. Στους Αβορίγινες της Αυστραλίας κάθε φυλή παίρνει το όνομά της από το totem της, γενικά από ένα ζώο. Το totem είναι κληρονομικό και ο χαρακτήρας του συνδέεται με όλο το γένος. Ο Freud επισημαίνει ότι υπάρχει ένας νόμος «σύμφωνα με τον οποίον, τα μέλη του ενός και αυτού totem δεν πρέπει να έχουν σεξουαλικές σχέσεις, συνεπώς δεν πρέπει να παντρεύονται μεταξύ τους». Οι Laplanche και Pontalis (1973) ορίζουν την επιθετικότητα ως τάση ή σύμπλεγμα τάσεων του ανθρώπου, η οποία βρίσκει έκφραση στην αληθινή ή φαντασιωτική του συμπεριφορά που έχει σκοπό να βλάψει τους άλλους ανθρώπους και να τους καταστρέψει και να τους ταπεινώσει. Η ψυχανάλυση άρχισε σταδιακά να δίνει μεγάλη σημασία στην επιθετικότητα και να υποστηρίζει ότι αυτή είναι ενεργή από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του ανθρώπου και να περιγράφει την ύφεσή της, αλλά και την «συγχώνευση» ή το «διαχωρισμό» της από τη σεξουαλικότητα. Ο Freud χρησιμοποίησε τον όρο «Έρως» ως συνώνυμο της ενόρμησης της ζωής, αναφερόμενος σε μια φιλοσοφική και μυθολογική παράδοση, και δήλωσε ότι ο «Έρως» έχει σκοπό «…..να κάνει τη ζωή όλο και περισσότερο πολύπλοκη, συγκεντρώνοντας σε όλο και περισσότερο εκτεταμένες ενότητες τα διάσπαρτα μόρια της ζώσης ουσίας και φυσικά να τα διατηρήσει σ’ αυτή την κατάσταση». Γράφει επίσης: «Οι δύο θεμελιώδεις αρχές του Εμπεδοκλή, η φιλία (αγάπη) και το νίκος (διχόνοια) αποτελούν ισοδύναμα τόσο ως προς τις λέξεις, όσο και ως προς τις λειτουργίες των δύο αρχέγονων ενορμήσεων της θεωρίας μας, του Έρωτα και της Καταστροφής». Αυτά περιέχονται στα έργα του «Πέρα από την αρχή της ηδονής» (1920) και «Τελειωμένη και μη τελειωμένη ανάλυση» (1937). Οι Laplance και Pontalis (1973) υποστήριξαν ότι, καθώς ο Freud τείνει να τοποθετεί οτιδήποτε αναφέρεται στις εγωτικές συμπεριφορές του ατόμου στην πλευρά του «Έρωτα», πρέπει να αναρωτηθούμε τι ορίζει την επιθετική συμπεριφορά. Η ιδέα της «συγχώνευσης» και «διαχωρισμού» των ερωτικών και καταστροφικών ενορμήσεων προσφέρει μια πιθανή απάντηση. Μια τέτοια αντίληψη υπονοεί, όχι μόνο την ύπαρξη των ενορμήσεων σε διαφορετικές αναλογίες, αλλά επίσης, και την ιδέα ότι ο «διαχωρισμός» συνιστά το θρίαμβο της καταστρεπτικής ενόρμησης που έχει σκοπό να καταστρέψει τις ομάδες που αντίστροφα ο «Έρως» τείνει να τις δημιουργεί και να τις διατηρεί. Στα έργα του Freud μετά το 1920 μπορούμε να διαβλέψουμε την ιδέα του ότι η επιθετικότητα στρέφεται πρώτα εναντίον του υποκειμένου (θέση του πρωταρχικού μαζοχισμού προτού στραφεί προς τα έξω ως επιθετικότητα-καταστρεπτικότητα (σαδισμός). Αυτή η προοπτική τονίσθηκε από συγγραφείς όπως η M. Klein, η οποία επέμενε στο σημαντικό ρόλο που παίζει η ενόρμηση της επιθετικότητας-καταστρεπτικότητας από την πρώτη παιδική ηλικία. Σύμφωνα με την Klein («Εγκληματικές τάσεις στα φυσιολογικά παιδιά», 1927) οι «εγκληματικές» τάσεις δημιουργούνται νωρίς στα φυσιολογικά παιδιά. Οι κλαϊνικοί συγγραφείς συνέχισαν τη μελέτη των πρόωρων βίαιων φαντασιώσεων των παιδιών και έχουν περιγράψει το φόβο τους ότι μπορεί να γίνουν θύματα του θυμού τους προς τους γονείς τους, τους οποίους εκλαμβάνουν προβλητικά και φαντασιωσικά οργισμένους. Αυτοί οι συγγραφείς αποδεικνύουν ότι η βία που δεν εσωτερικεύεται και δεν ενώνεται με τις σεξουαλικές ενορμήσεις, ώστε να δημιουργηθεί η φυσιολογική αμφιθυμία και ενοχή, μπορεί να οδηγήσει σε συμπεριφορές που επιζητούν την καταστροφή του άλλου και μπορεί να είναι παρούσες στον ενήλικα ως αντικοινωνικές και εγκληματικές τάσεις. Κατά την Klein ο πρωταρχικός βίαιος πυρήνας δεν εξαφανίζεται ποτέ. Είτε ενσωματώνεται, είτε γίνεται ευθέως επιθετικότητα και σαδισμός. Ο D.W.Winnicott στο έργο του «Στέρηση και Εγκληματικότητα» (1984) δίνει τη δική του συνεισφορά στις ρίζες της επιθετικότητας - καταστρεπτικότητας: «Θέλουμε να ξέρουμε, πάντως, πώς συμβαίνει, ίσως αρκετά νωρίς, ένα παιδί να καταστρέφει τον κόσμο. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας καθώς (πιστεύουμε) ότι είναι το υπόλειμμα του παιδικού αποδεσμευμένου (από την σεξουαλικότητα) χαλασμού που ίσως καταστρέφει τον κόσμο που ζούμε και αγαπάμε. Στην παιδική μαγεία ο κόσμος μπορεί να εκμηδενισθεί (απλώς) από το κλείσιμο των ματιών και να ξανά δημιουργηθεί από ένα νέο κοίταγμα (των ματιών) και μιας νέας φάσης ανάγκης». Ο Winnicott εννοεί εδώ την ανάγκη του παιδιού για την αγάπη και την προστασία του από τους γονείς του. Ο Winnicott υποστηρίζει ότι πίσω από όλα αυτά βρίσκουμε τη μαγική καταστροφή που είναι φυσιολογική στα αρχικά αναπτυξιακά στάδια του μωρού και η οποία είναι παράλληλη με τη μαγική δημιουργία. Η αρχέγονη αυτή καταστροφή όλων των αντικειμένων (προσώπων) συνδέεται με το γεγονός ότι για το μωρό τα αντικείμενα αλλάζουν. Στην αρχή της ζωής του η μητέρα (τροφός) είναι τμήμα του εαυτού του. Αναπτυσσόμενο αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα παύει να είναι τμήμα του εαυτού του και γίνεται ξεχωριστό πρόσωπο και έτσι αρχίζει να νοιώθει ότι ζει σε ένα αντίξοο περιβάλλον (πείνα, κρύο, ματαίωση, κ.α.). Έτσι αναπτύσσεται η επιθετικότητά του. Η μητέρα θα πρέπει να το φέρνει σε επαφή με τον ματαιωτικό κόσμο από λίγο και πολύ αργά και να απορροφά την επιθετικότητά του. Αυτό δεν μαθαίνεται, αλλά μεταφέρεται εμπειρικά από μητέρα σε κόρη. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Οι κρίσεις πανικού προκύπτουν συχνά κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ταυτότητας σε περιόδους αλλαγών (εφηβεία, μέση ηλικία) ή ως αντίδραση σε έναν αποχωρισμό. Όπως και να έχει, πάντα δηλώνουν την αστοχία μιας δομικής λειτουργίας του εαυτού. Αν και οι κρίσεις πανικού διαρκούν μόνο λίγα λεπτά, δημιουργούν τρόμο στον ασθενή. Εκτός από τα σωματικά (νευροφυτικά) συμπτώματα με τα οποία εκδηλώνεται ο πανικός (αίσθημα πνιγμού, ζάλη, εφίδρωση, τρόμο των χεριών και ταχυκαρδία κ.α.) πολλές φορές οι ασθενείς αυτοί βιώνουν και το αίσθημα επικείμενης καταστροφής. Το πρόβλημα των κρίσεων πανικού συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο θέμα του άγχους, την προέλευσή του, τη σημασία και τη διαμόρφωσή του. Ο S. Freud στο έργο του «Ο μικρός Χάνς, ανάλυση της φοβίας ενός πεντάχρονου αγοριού» (1909) υποστήριξε ότι ο Χανς κατείχετο από ασυνείδητες συγκρούσεις και αυτή ήταν η αιτία της φοβίας του για τα άλογα. Ανέλυσε δε αυτή τη φοβία με βάση το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Επίσης, στο έργο του «Αποσπάσματα της ιστορίας μιας παιδικής νεύρωσης (ο άνθρωπος με τους λύκους)» (1918) με σημαδιακό το όνειρο «με τους λύκους» που ο ασθενής είδε σε ηλικία τεσσάρων ετών, υποστήριξε ότι ο ασθενής του υπέφερε από ασυνείδητες συγκρούσεις σε σχέση με το θετικό και αρνητικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Freud αναφέρεται στην ασυνείδητη σύγκρουση μεταξύ των επιθετικών και ερωτικών ενορμήσεων. Οι διάδοχοί του αποδίδουν και στις κρίσεις πανικού τη σημαντικότητα της σύγκρουσης μεταξύ των επιθετικών και ερωτικών ενορμήσεων. Ο R.R. Greeson (1959) ακολουθεί επίσης ένα ψυχο-σεξουαλικό μοντέλο και συνδέει τα συμπτώματα των κρίσεων πανικού με τις βρεφονηπιακές συγκρούσεις. Ακόμη και πριν από την κρίση πανικού ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση έντασης. Η κρίση πανικού εκδηλώνεται όταν ένα συγκεκριμένο περιστατικό εντείνει τη νευρωτική σύγκρουση. Η μετα-Κλαϊνική βιβλιογραφία δίνει έμφαση στη σχέση κρίσεων πανικού και αρχέγονου άγχους. Στο έργο της η H. Segal «Σημείωση επάνω στους σχιζοειδικούς μηχανισμούς που αποτελούν τη βάση της δημιουργίας της φοβίας» (1954) βασίζεται στο έργο της Μ. Klein, σύμφωνα με το οποίο, οι ψυχωσικοί ασθενείς θα προβάλλουν προς τα έξω τα ανεπιθύμητα μέρη του εαυτού τους, κάνοντας τα άτομα αυτής της προβολής πηγή καταδίωξης (παραλήρημα). Η Segal πιστεύει ότι ο ασθενής βρίσκεται σ’ αυτή την ψυχική θέση όταν έρθει σε επαφή με τα αμφιθυμικά του συναισθήματα. Στο πρώτο ψυχοσεξουαλικό στάδιο της ανάπτυξης του ανθρώπου, κάθε ματαίωση γίνεται αισθητή ως απειλή θανάτου, ως διάλυση τού Εγώ, σαν να βυθίζεται στο τίποτε, σαν να περιστοιχίζεται από επικίνδυνα άτομα. Το πρόβλημα των κρίσεων πανικού συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο θέμα του άγχους, την προέλευσή του, τη σημασία του και τη διαμόρφωσή του. Κατά το ψυχοδυναμικό μοντέλο του W.R. Bion «Μαθαίνοντας από την εμπειρία» (1962) οι κρίσεις πανικού παρουσιάζονται όταν ο ασθενής βιώνει αρχέγονα συναισθήματα όπως μίσος, ζήλια ή οργή για πρώτη φορά. Αυτά τα πολύ σημαντικά συναισθήματα βιώνονται καταστροφικά όταν απουσιάζει ο ψυχικός μηχανισμός που θα μπορούσε να τα εμπεριέξει και ο νοητικός μηχανισμός που θα ωθούσε τον ασθενή να συλλογισθεί γι’ αυτά. Όσον αφορά την επίδραση της μητέρας στο άγχος-πανικό του παιδιού οι επόμενοι συγγραφείς υποστηρίζουν: - Ο Freud στο έργο του «Πέραν της αρχής της ηδονής» (1920) περιγράφει ότι ο εγκέφαλος περιβάλλεται από ένα προστατευτικό (ψυχολογικό) κέλυφος (φίλτρο) που το προστατεύει από υπερβολικά ερεθίσματα, το οποίο όμως μπορεί να διατρηθεί ή να σκιστεί. Για τα νήπια και τα μικρά παιδιά η λειτουργία αυτού του προστατευτικού φίλτρου γίνεται από τη μητέρα, διότι αυτή έχει από τη φύση της την ικανότητα να αξιολογεί τι ακριβώς μπορεί να ανεχθεί το παιδί κάθε φορά. - Ο D. W. Winnicott στο βιβλίο του «Από την Παιδιατρική στην Ψυχανάλυση» ισχυρίζεται ότι η απειλή κατάρρευσης του εαυτού ή ο φόβος καταδίωξης απορρέουν από την αποτυχία της μητέρας να δέχεται και να επουλώνει το άγχος του παιδιού. - Για τον Bion (1962) το άγχος καταστροφής αντιπροσωπεύει την αρχέγονη και φυσική μορφή επικοινωνίας που το μωρό προβάλλει στη μητέρα του, ώστε αυτή να μπορεί να το επωμιστεί και αργότερα να το επιστρέψει σ’ αυτό με μια ανεκτή μορφή. Αν η μητέρα αποτύχει, το άγχος γίνεται απερίγραπτος τρόμος. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η αντιμετώπιση του αρχέγονου άγχους καταστροφής δεν εξαρτάται από την ισχύ των βρεφονηπιακών ενστίκτων, αλλά από την ικανότητα της μητέρας να το αντιληφθεί, να το βιώσει και να καθησυχάσει το μωρό της. - Τέλος, ο M. M. R. Khan στο έργο του «Η έννοια του συσσωρευτικού τραύματος» (1963) περιγράφει τις επιπτώσεις του παρατεταμένου ψυχικού πλήγματος σ’ ένα παιδί όταν η μητέρα του επανειλημμένα αποτυγχάνει στο ρόλο της ως προστατευτικής ασπίδας και βοηθητικό Εγώ. Αυτή η μητέρα δεν αφήνει περιθώριο για μια επαρκή στρατηγική ρύθμισης και ψυχικής επεξεργασίας του άγχους του παιδιού και έτσι γίνεται η ίδια πηγή άγχους. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Ο Βασίλειος Μαούτσος, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, διακεκριμένο μέλος ψυχαναλυτικών εταιριών (πλήρες μέλος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης, του Βρετανικού Ψυχαναλυτικού Συμβουλίου, της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, της Βρετανικής Ψυχοθεραπευτικής Ένωσης, Πρόεδρος και ιδρυτικό μέλος του Freud Forum, Πρόεδρος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής του Ινστιτούτου Κλασικής Ψυχανάλυσης και εκδότης του περιοδικού του) εξέδωσε τον πρώτο τόμο του τετράτομου έργου του με τίτλο Μεταψυχολογία (Εκδόσεις ΕΠΕΚΕΙΝΑ). Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη στο είδος της παγκοσμίως και συγκεντρώνει, από μια αμιγώς μεταψυχολογική σκοπιά, όλο το έργο του ιδρυτή της ψυχανάλυσης S. Freud (1856-1939). Ο Β. Μαούτσος υπήρξε ο επόπτης μιας σεμιναριακής σειράς μεταψυχολογίας στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου Κλασικής Ψυχανάλυσης από εικοσαετίας. Στην αρχή μελετήθηκαν κείμενα του μεγάλου Γάλλου ψυχαναλυτή Jean Laplance με διαρκείς αναφορές στο έργο του Freud. Στη συνέχεια, μελετήθηκε το σύνολο του έργου του Freud, από μεταψυχολογικής σκοπιάς, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα αναρίθμητα μεταψυχολογικά θέμα που βρίσκονται διάσπαρτα στο έργο του και όχι μόνο σ’ αυτή που ο ίδιος χαρακτήρισε ως Μεταψυχολογία (1915-1917). Ο όρος Μεταψυχολογία είναι όρος τον οποίο επινόησε ο Freud για να υποδηλώσει την ψυχολογία που θεμελίωσε ο ίδιος στην περισσότερο θεωρητική της διάσταση. Τον επινόησε σε αντιστοιχία με τα «Μεταφυσικά» του Αριστοτέλη (το έργο αυτό έχει ως υπόθεση την πρώτη φιλοσοφία, δηλαδή την έρευνα περί των πρώτων αρχών και αιτιών, εκ των οποίων τα όντα αντλούν την ουσιαστική τους ύπαρξη). Στην Μεταψυχολογία ο Freud επεξεργάζεται ένα σύνολο εννοιολογικών μοντέλων, απομακρυσμένων από την κλινική εμπειρία, όπως η περιγραφή ενός ψυχικού οργάνου που χωρίζεται σε ψυχικά συστήματα και η θεωρία των ενορμήσεων. Ο μοναδικός ορισμός του Freud για τη Μεταψυχολογία συνίσταται σε κάποιο εσωτερικό συσχετισμό των τριών ψυχικών παραμέτρων: Οικονομικής, δυναμικής και τοπογραφικής. Ο Β. Μαούτσος επιφυλάσσεται να δώσει τον ακριβή ορισμό της Μεταψυχολογίας προς το τέλος της μελέτης του συνολικού έργου του Freud, ώστε το νόημά του να αρχίσει να καθίσταται βαθμιαία αυτονόητο και ο φαινομενικά μυστηριώδης ορισμός του Freud να αποκτήσει ένα πρακτικό περιεχόμενο και περίγραμμα. Η μελέτη του Β. Μαούτσου βάζει το ερώτημα εάν το έργο του Freud, και κατ’ επέκταση το έργο κάθε ψυχαναλυτή, συμπυκνούται στην επίλυση ενός και μοναδικού παράδοξου που συμβαίνει στον άνθρωπο και εάν επιλυθεί δίνει την κλινική απάντηση στο ψυχικό πρόβλημα κάθε αναλυόμενου. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μετά την αποτυχία του Freud σχετικά με το φιλόδοξο «Σχέδιο μιας Επιστημονικής Ψυχολογίας» (εκδόθηκε μετά το θάνατό του) οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του εγωτικού χώρου του υποκειμένου μπορεί να ερευνηθεί επιστημονικά και αξιόπιστα. Όμως ό,τι βρίσκεται εντός του χώρου του υποκειμένου είναι αδύνατο να εξετασθεί αναμφισβήτητα από το ίδιο το υποκείμενο. Ο κάθε ψυχαναλυτής έχει μέσα του ένα αντικείμενο-ασθενή που μπορεί να εξετασθεί στην καλύτερη των περιπτώσεων από έναν ψυχαναλυτή. Βιβλιοπαρουσίαση: Κωνσταντίνος Τσώλης Η περίπλοκη σχέση ψυχανάλυσης και πολιτισμού απεικονίζεται συνοπτικά στο ό,τι εμφανίστηκε στην Βιέννη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν σ’ αυτές τις δεκαετίες οι διανοούμενοι της εποχής διερευνούσαν τον «εσωτερικό» και τον «εξωτερικό» κόσμο και προέβαιναν σε πολλές καινοτομίας. Η ψυχανάλυση μοιράσθηκε πολιτιστικά προϊόντα της εποχής, τα σχόλια των Γερμανών μεταφραστών της αρχαιοελληνικής γραμματείας και ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα η Γερμανική κουλτούρα. Από την άλλη μεριά, οι ψυχαναλυτικές έννοιες μεταδόθηκαν σε ευρεία στρώματα των λόγιων της εποχής, ώστε μετά τον S. Freud (1856-1939) να σκεπτόμαστε διαφορετικά. Ακολουθούν πίνακες ζωγραφικής υπερρεαλιστών ζωγράφων της εποχής που δείχνουν πόσο αυτοί επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Freud για το ασυνείδητο. Το πιο αποφασιστικό όμως στοιχείο, όσον αφορά στην ψυχανάλυση, βρίσκεται στη μοναδικότητα του Freud και στις πολλές επιρροές που δέχθηκε από τη δική του προσωπική και πνευματική ανάπτυξη. Βάσισε δε την ψυχανάλυση στους δύο αρχαιοελληνικούς μύθους του Οιδίποδα και του Νάρκισσου. Η κλασική φροϋδική ψυχανάλυση θεωρεί ότι το βασικό στοιχείο της οργάνωσης του ψυχισμού του ανθρώπου είναι το σεξουαλικό ένστικτο με τις μετουσιώσεις του (ό,τι έχει σχέση με τη δημιουργικότητα του ανθρώπου - η σεξουαλική πράξη κατέχει ένα μικρό μέρος του σεξουαλικού ενστίκτου). Φυσικά, υπάρχει και η επιθετικότητα προς τους άλλους, η οποία μπορεί να στραφεί και προς τον εαυτό ως αυτό-καταστροφικότητα. Ο Freud ανησυχούσε όχι για την όποια κριτική, έστω και πολύ αυστηρή, της θεωρίας του, αλλά για το φόβο ότι αυτή μπορούσε να «απωθηθεί» διότι οι άνθρωποι φοβούνται τη σεξουαλικότητά τους. Και πράγματι, οι μετά το θάνατό του ψυχαναλυτικές θεωρίες δεν θεωρούν ότι το σεξουαλικό ένστικτο αποτελεί τη βάση της δημιουργίας του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά ότι βασίζεται σε άλλες αρχές όπως η «αγάπη», η «εναρμόνιση» κ.α. Επίσης, ο Freud με τη θεωρία του δημιούργησε ένα ναρκισσιστικό τραύμα στον άνθρωπο υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν έχει ελεύθερη βούληση, αλλά ότι οι πράξεις του καθορίζονται από σκοτεινές δυνάμεις που τις αγνοεί (δηλαδή από το ασυνείδητο). Σήμερα, μια εποχή διαφορετική από την εποχή του Freud, η ανθρωπιστική κουλτούρα αμφισβητείται από μια τάση για «άμεση προσαρμογή» και «κοινωνική αποδοτικότητα» και έχει οδηγήσει στη μείωση του ενδιαφέροντος για την ψυχανάλυση. Ο στοχασμός των διανοούμενων σήμερα αμφισβητείται από τη σωρεία των πληροφοριών και τη μαζική κουλτούρα που οδηγούν στη ρηχότητα και εμποδίζουν την ανεξάρτητη σκέψη. Υπάρχει δε κατακλυσμός από ερεθίσματα που διαταράσσουν την αίσθηση του «πνευματικού χώρου» που χρειάζεται το άτομο στη ζωή του. Επιπλέον, υπάρχει ο παραπλανητικός κυρίαρχος ρόλος της διαφήμισης που ενθαρρύνει την άμεση ικανοποίηση και δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η ολοκληρωτική ικανοποίηση μπορεί να επιτευχθεί. Οι ψυχαναλυτές σήμερα ανησυχούν για την εξαφάνιση της «λέξης» και την αυξανόμενη παρουσία της εικόνας. Κατά τις απόψεις τους, η ολοένα αυξανόμενη παρουσία της εικόνας αντικαθιστά την πραγματική επαφή με τους άλλους, τον αναγκαίο διάλογο, την ανταλλαγή συναισθημάτων και το διάβασμα της λογοτεχνίας που ανοίγει το συναισθηματικό και νοητικό ορίζοντα, όπου εκεί μέσα βρίσκει κανείς πλευρές του εαυτού του. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, οι νέες τεχνολογίες οδήγησαν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και την ανταλλαγή γνώσης. Ο S. Freud μας άφησε μια κληρονομιά με τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης και μια ζωντανή επιστήμη, απόλυτα αφοσιωμένη στο στοχασμό της δικής της φύσης και δομής. Η ψυχανάλυση, ως θεωρία και πρακτική, έχει σκοπό να διαφυλάξει κάθε τι που συμβάλλει στην ψυχική επιβίωση του ανθρώπου. Ο αναλυόμενος θέλει να απαλλαγεί από τα συμπτώματά του, αγνοεί όμως την ασυνείδητη αιτία αυτών. Αυτή η ανακάλυψη είναι ένας από τους σκοπούς της θεραπείας με την ελπίδα ότι μια ψυχική αλλαγή θα τον ανακουφίσει από τον ψυχικό πόνο. Τα συμπτώματα, οι αναστολές και οι σεξουαλικές αποκλίσεις είναι απόπειρες αυτοΐασης έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών δυσκολιών της ζωής. Το ίδιο ισχύει και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σημαντικό είναι επίσης, ότι ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος σε δύσκολες πραγματικότητες, την ετερότητα, τη διαφορά των φύλων και των γενεών, τη γήρανση και το θάνατο. Επίσης, ο αναλυόμενος φέρει μαζί του τη συνειδητή και ασυνείδητη επιρροή των γονιών του σ’ αυτόν. Σημαντικός είναι και ο λόγος των διαστροφών των κοινωνιών με τις συγκρούσεις, διώξεις, πολέμους και γενοκτονίες και με τα ψυχικά τραύματα που αυτές προκαλούν στα παιδιά. Παρά την αλλαγή της κουλτούρας και παρά τη έκταση της αποδοχής ή όχι της ψυχανάλυσης, αυτή μπορεί να βοηθήσει τον αναλυόμενο να αναπτύξει την βαθύτερη ψυχική του λειτουργία και να διατηρεί τα όποια συναισθήματά του στην πλευρά της «ζωής». Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Υπήρξαν πολλές προσπάθειες από τους ψυχαναλυτές για τη μελέτη των εσωτερικευμένων διαδικασιών που περιλαμβάνονται στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου του αγοριού, το οποίο δίνει τους μοναδικούς αγώνες του για να διαφοροποιηθεί από τη μητέρα του. Οι σύγχρονες ψυχαναλυτικές απόψεις για την ανάπτυξη της σεξουαλικής ταυτότητας του άνδρα στηρίζονται στην άποψη ότι κατά την αρχική παιδική ηλικία τα αγόρια αναπτύσσουν μια θηλυκή τάση λόγω της αρχικής συμβιωτικής ταύτισης με τη μητέρα τους. Προκειμένου να κατακτήσουν μια αρσενική ταυτότητα, τα αγόρια πρέπει να αποκοπούν από αυτή την ταυτότητα και να αναμετρηθούν με την αρσενική ταυτότητα του πατέρα τους. Η μητέρα όμως των προ-οιδιποδειακών (Ορίζεται η περίοδος της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης που προηγείται του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Σ’ αυτή τη φάση κυριαρχεί και στα δύο φύλα ο δεσμός με τη μητέρα.) και οιδιποδειακών (Σύνολο ερωτικών και εχθρικών επιθυμιών που αισθάνεται το παιδί για τους γονείς του. Υπό τη θετική μορφή, το σύμπλεγμα εμφανίζεται ως επιθυμία θανάτου για το πρόσωπο του ίδιου φύλου και σεξουαλική επιθυμία για το πρόσωπο του αντίθετου φύλου. Το αρνητικό του είναι ακριβώς το αντίθετο: ερωτική επιθυμία για το γονέα του ίδιου φύλου και μίσος για το γονέα του αντίθετου φύλου. Οι δύο μορφές συνυπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς.) εσωτερικεύσεων του αγοριού, οι οποίες το βοηθούν να δημιουργήσει τη μοναδική αίσθηση της αρρενωπότητας του, μας αναγκάζει να λάβουμε υπόψη μας το επιθυμητό και αναπόφευκτο των αρχικών προ-οιδιποιδειακών ταυτίσεων του αγοριού και με τους δύο γονείς. Υπάρχει η ασυνείδητη ενδοψυχική βάση της εσωτερίκευσης της μητέρας από το αγόρι που αντανακλά την ανάκτηση των χαμένων διαταραγμένων ή μη πλευρών της ουσιωδέστερης σχέσης με τη μητέρα του από τη σύλληψή του. (Η μητέρα συνειδητά ή ασυνείδητα, φαντασιώνει τι παιδί έχει συλλάβει, πώς το θέλει να είναι, τι ευχές του δίνει, τι φόβους έχει, τι πίκρες μπορεί να της φέρει). Η ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου δεν θεωρείται πλέον μια γραμμική, συνεχόμενη τροχιά. Η μητέρα, στην οποία η δική της μητέρα μεταλαμπάδευσε τη μητρική φροντίδα της, μπορεί να αποτύχει ως ένα αναπτυξιακό αντικείμενο ταύτισης. Επίσης, μπορεί να μην μπορεί να αναγνωρίσει και να επικυρώσει την αρρενωπότητα του γιού της ή την πατρικότητα του συζύγου της, οπότε η ταύτιση του γιού της μαζί της είναι παθολογική. Όμοια, ένας απών πατέρας ή μη διαθέσιμος στον «αρσενικό κόσμο», θα οδηγήσει στην περισσότερο παθολογική εσωτερική οργάνωση του γιού του. Είναι αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων που ορισμένα αγόρια εγκαθιδρύουν μια ιδιαίτερη συγκρουσιακή και ασύνδετη εσωτερίκευση της μητέρας τους και έτσι η δόμηση της αρρενωπότητας των αγοριών αποδιοργανώνεται πρόωρα σε υπερβολικό βαθμό ή σταματά. Ο φαλλικός ναρκισσισμός (Η αγάπη που απευθύνεται στην εικόνα του ίδιου του εαυτού μας σε αντιδιαστολή με την αγάπη προς τους άλλους.) γίνεται απαραίτητος και συχνά σταθεροποιείται για εκείνα τα αγόρια που στηρίζονται στο φαλλό (Η συμβολική λειτουργία του πέους στα πλαίσια της ενδο-υποκειμενικής διαλεκτικής της δύναμης-αρρενωπότητας.) τους ως άμυνα ενάντια στην εσωτερίκευση ενός ιδιαίτερα προβληματικού μητρικού αντικειμένου. Ο «αποχωρισμός-εξατομίκευση» του μικρού αγοριού από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα του συμβαίνει, όχι επειδή το παιδί αποδεσμεύεται από τα εσωτερικευμένα αντικείμενά του, αλλά όταν σημαντικές πλευρές της μητέρας του έχουν επαρκώς εσωτερικευθεί από αυτό. Ως επί το πλείστον, χωρίς μια ευκαιρία για ένα ιδανικό ώριμο εγώ που ενσωματώνει το ιδανικό φαλλικό εγώ με το ιδανικό γεννητικό (Η γενετήσια αγάπη υποδηλώνει τη μορφή αγάπης στην οποία καταλήγει το υποκείμενο μέσα από την ολοκλήρωση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξής του.) εγώ (που το τελευταίο αναπαριστάνει τον εσωτερικευμένο «γεννητικό» πατέρα) εμποδίζεται η ψυχοσεξουαλική εξέλιξη του αγοριού. Η εξάρτησή του από ένα αποκλειστικά ιδανικό φαλλικό εγώ δηλώνει τη στερεοτυπική «αρσενική εμμονή» ότι, μόνο κατακτώντας τον κόσμο μπορεί κάποιος να κατακτήσει τη μητέρα. Αυτή η υπερ-αρρενωπή φαλλική εικόνα της ανδρικής ιδιότητας, συνήθως κρύβει τη μη διαθεσιμότητα του προ-οιδιπόδειου «γεννητικού» πατέρα. Η έκταση της φαλλοκρατίας στο μικρό άνδρα της παιδικής ηλικίας σε αναζήτηση της ναρκισσιστικής ολοκλήρωσης επηρεάζει πολύ την ικανότητά του να δεχθεί την οιδιπόδεια (τριαδική) πραγματικότητα. Στο τέλος, η οιδιποδιακότητα ζητά την αναγνώριση από το αγόρι των δικών του περιορισμών και θα πρέπει να είναι ικανοποιημένο με κάτι λιγότερο από μια εξιδανικευμένη ναρκισσιστική ολότητα. Παραδόξως το ιδανικό φαλλικό εγώ ασυνείδητα αρνείται τη διαφοροποίηση των φύλων (και των άλλων μορφών) στην υπηρεσία της επιθυμίας για μια χωρίς όρια πιθανότητα της παντοδυναμίας, εξιδανικευμένης ενότητας με το μητρικό αντικείμενο. Μια ώριμη ταυτότητα φύλου αναπτύσσεται με πρώιμες προ-οιδιποδειακές ταυτίσεις με κάθε γονέα και αναπόφευκτα ζητά ένα ψυχικό επίτευγμα στην ολοκληρωμένη συνθετική σφαίρα μαζί με την οιδιποδειακότητα. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση ενός ενδεικτικού τμήματος του έργου του M. Proust παραθέτουμε ένα βίντεο για την σημαντικότητα του έργου του συγγραφέα και την επιρροή αυτού στην σύγχρονη κοινωνία σε θέματα τόσο τέχνης όσο και ψυχολογίας. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η σύνδεση του ψυχισμού του συγγραφέα με την τέχνη της λογοτεχνίας δημιουργώντας μία νέα φιλοσοφία ζωής. Παρατίθεται ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η Φυλακισμένη» του δεκάτομου, 3.200 σελίδων, μυθιστορήματος «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» (A la recherche du Temps Perdu) του Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ (1876-1922). Ο συγγραφέας έζησε στην επονομαζόμενη Belle Epoque (τέλος του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα από το 1907 σε ηλικία 36 ετών και το συνέχισε μέχρι το θάνατό του. Για χρόνια το αχανές, δύσκολο αλλά εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα θεωρούνταν αμετάφραστο και χρειάσθηκαν δύο γενιές λογοτεχνών-μεταφραστών για να επιτευχθεί αυτό. Το απόσπασμα που επιλέχθηκε δίνει ένα παράδειγμα του περίπλοκου και «στοιχειωμένου» από το παρελθόν έρωτα ενός άνδρα για μια γυναίκα: «…μεταξύ των αισθησιακών εκφράσεων άλλες θα θεωρούνταν παράξενες από τη γιαγιά μου και άλλες από τη μητέρα μου. Διότι σιγά-σιγά είχα ξεκινήσει να μοιάζω σε όλες μου τις σχέσεις στον πατέρα μου ο οποίος, με ένα διαφορετικό τρόπο από εμένα, χωρίς αμφιβολία, διότι τα πράγματα επαναλαμβάνονται με μεγάλη ποικιλία, ενδιαφέρεται πολύ για τον καιρό. Και όχι μόνο ο πατέρας μου, αλλά όλο και περισσότερο η θεία μου η Λεονή. Διαφορετικά, η Αλμπερτίν θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τις εξόδους μου, ώστε να μην την αφήνω μόνη της χωρίς τον έλεγχό μου. Αν κάθε ημέρα έβρισκα μια δικαιολογία, λόγω μιας ιδιαίτερης αδιαθεσίας, εκείνο το οποίο με έκανε συχνά να παραμένω στο κρεβάτι δεν ήταν η Αλπερτίν, ούτε κάποιο πρόσωπο που αγαπούσα, αλλά ένα πρόσωπο με μεγαλύτερη δύναμη επάνω μου απ’ ότι κάποιος αγαπημένος. Αυτό το πρόσωπο είχε ενδοβληθεί μέσα μου, ένα δεσποτικό πρόσωπο, σε τέτοιο βαθμό που να καθησυχάζει μέσα μου τις ζηλότυπες υποψίες μου (για την Αλμπερτίν) ή τουλάχιστον να με εμπόδιζε να πηγαίνω για να επιβεβαιώσω εάν αυτές είχαν κάποια βάση, και αυτό το πρόσωπο ήταν η θεία Λεονή. Αυτή ήταν απολύτως ευσεβής και με την οποία θα μπορούσα να ορκισθώ ότι δεν έχω τίποτα το κοινό, εγώ που είμαι τόσο τρελός για την απόλαυση, προφανώς είμαστε διαφορετικός κόσμος από εκείνη τη μανιακή που δεν είχε γνωρίσει καμία ευχαρίστηση στη ζωή της και ξάπλωνε λέγοντας ανοησίες κάθε ημέρα… Η λέξη tattoo (γαλλικά: tatouage, ελληνικά: δερματοστιξία) προέρχεται από την πολυνησιακή γλώσσα και σημαίνει τη διάστιξη του δέρματος με μαύρα και χρωματιστά μελάνια που σχηματίζουν ένα ή πολλαπλά σχέδια. Ποικίλοι πολιτισμοί αυτοχθόνων λαών συνήθιζαν να δημιουργούν tattoos στο δέρμα τους μέσω παραδοσιακών τελετουργιών και έδιναν διάφορες σημασίες σ’ αυτά. Σήμερα η δημιουργία tattoos συμβαίνει ευρέως στη δυτική κουλτούρα. Στους ιθαγενείς το tattoo αποκτά μαγικές ιδιότητες πέρα και πάνω από τη λειτουργία τους ως ένα σημάδι ατομικής και κοινωνικής ιδιότητας. Μεταξύ των Maori της Ν. Ζηλανδίας το tattoo τεκμηριώνει το γενεαλογικό δένδρο των προγόνων (της θεϊκής γέννησης) και, ως εκ τούτου, είναι προικισμένο με μεγάλη μαγική ενέργεια, η οποία παγιώνει τη σύνδεση μεταξύ σώματος και πνεύματος. Στο «Totem and Taboo» (1913) ο S. Freud περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα totem αρχικά κατάγονταν από τα ζωικά είδη και λειτουργούσαν ως πατριαρχικά και προστατευτικά πνεύματα της φυλής. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι το totem μπορεί να κληρονομείται μέσω της πατρικής και της μητρικής γραμμής και σχετίζεται στενά με την εξωγαμία έτσι ώστε να επιβάλλει την απαγόρευση της αιμομιξίας μεταξύ των ιθαγενών που έχουν το ίδιο totem. Ο θάνατος ή η κατανάλωση του κρέατος του τοτεμικού ζώου ήταν αυστηρά απαγορευμένη, και αυτό το taboo είναι ο πυρήνας του τοτεμισμού. Η πίστη στο taboo προέρχεται από το φόβο των αντιδράσεων των δαιμονικών δυνάμεων, οι οποίες πρέπει να κατανοηθούν ως προβολή στο περιβάλλον των ασυνείδητων επιθυμιών των ατόμων στις απαγορευμένες πράξεις. Το taboo συνδέεται με μία μαγική απαγόρευση του αγγίγματος, μια έκφραση της ανιμιστικής σκέψης της τοτεμικής κουλτούρας. Η ανιμιστική δοξασία προέρχεται από τη λατινική λέξη animus που σημαίνει ψυχή και κατ’ αυτήν όλα τα όντα επάνω στη γη έχουν ψυχή. Η οπτική εικόνα των tattoos φέρνει πάντοτε μαζί της μια σημασία (νόημα). Πολύ νωρίς, το 1916, ο E. Jones στο έργο του «Η θεωρία του συμβολισμού», αναγνωρίζει ότι η διαδικασία του σχηματισμού των συμβόλων συμβαίνει σε ασυνείδητο επίπεδο διότι τα σύμβολα αντιπροσωπεύουν τον εαυτό και τα αντικείμενα της επιθυμίας του ατόμου και ότι η συμβολοποίηση είναι αποτέλεσμα ενδοψυχικών συγκρούσεων. Η M. Klein, στο έργο της «Η σπουδαιότητα του σχηματισμού συμβόλων στην ανάπτυξη του Εγώ» (1930), επεκτείνει αυτή την έννοια τονίζοντας ότι και ο φόβος, ως συστατικό στοιχείο της ενόρμησης, αναπτύσσει σύμβολα. Επίσης, ότι η ενοχή από τα τραύματα (βλάβη, κάκωση) στο σώμα της μητέρας από το παιδί και ο φόβος του για ανταπόδοση πυροδοτεί την ανάγκη για σχηματισμό συμβόλων. Η απεικονιζόμενη εικόνα από το tattoo είναι συστατικό μιας ιδεογραφικής απεικόνισης, μια αντίληψη του tattoo ως εικόνα-ονείρου προβαλλόμενη στην οθόνη-δέρμα. Σύμφωνα με την H. Segal, «Σημειώσεις για τη δημιουργία συμβόλου» (1957), «ο σχηματισμός του συμβόλου είναι μια ενέργεια του Εγώ που αππειράται να διαχειρισθεί τα άγχη του σε σχέση με τα αντικείμενά του. Αυτά είναι ο φόβος του κακού αντικειμένου, ο φόβος τη απώλειας και το απρόσιτο του αντικειμένου». Ο Freud, στο άρθρο του «Επάνω στην ταύτιση» (1921), περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο κανείς μπορεί να υιοθετήσει ένα χαρακτηριστικό του προσώπου με το οποίο ταυτίζεται. Αρκετοί ψυχαναλυτές έδωσαν προσοχή στα tattoos που είχαν οι αναλυόμενοί τους όταν τους επισκέφθηκαν για πρώτη φορά ή τα απέκτησαν κατά τη διάρκεια της ανάλυσής τους. Όλοι είχαν την επιθυμία να παραβούν ένα taboo αλλά ασυνείδητα φοβούνταν να το κάνουν, η δε μεταβίβασή τους προς τον ψυχαναλυτή έπαιρνε τη μορφή της μητρικής ή οιδιποδειακής επιθυμίας (μεταβίβαση: μια ψυχική διεργασία μέσω της οποίας οι ασυνείδητες επιθυμίες της παιδικής ζωής επανενεργοποιούνται στη σχέση με τον ψυχαναλυτή η ψυχαναλυτική συνάντηση ομοιάζει με θεατρική σκηνή όπου δραματοποιείται η ψυχική λειτουργία του αναλυόμενου). Το tattoo είναι ένας οπτικός συμβολισμός της παραβίασης του taboo και συγχρόνως λειτουργεί ως αποτροπή του να συμβεί η παραβίαση στην πραγματική ζωή. Είναι εύλογο να αποδίδεται από τους αυτόχθονες λαούς μαγική σημασία ή τοτεμική λειτουργία στην πράξη του tattoo. Παρομοίως υπάρχει σ’ αυτούς η ανάγκη να ταυτισθούν με την τοτεμική μορφή που αντιπροσωπεύει το tattoo και που απεικονίζει μια προστατευτική μορφή ή τη θετική δύναμη. Στη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία το tattoo έγινε μόδα, δεν παύει να αναζητείται με αυτό η προστασία της γονεϊκής μορφής που απεικονίζεται με ανθρώπινη μορφή ή αυτή συμβολίζεται με διάφορα ιχνογραφήματα. Μπορούμε να δούμε σ’ ένα φανταστικό παράδειγμα πως η δυτική κουλτούρα δεν απέχει και πολύ από αυτές των άλλων λαών σε σχέση με την πρακτική του tattoo και ότι κάτω από τη μόδα της σημερινής εποχής υπάρχει ασυνείδητο περιεχόμενο. Ας υποθέσουμε, θεωρητικά, ότι ένα tattoo αναπαριστά το taboo του φόνου, τον οποίο εύχεται ένας γιος για τον πατέρα του για δικούς του λόγους. Ο πατέρας πεθαίνει ξαφνικά και πρόωρα και στο γιο αυτό λειτουργεί ως «αυτό-εκπληρούμενη προφητεία». Ο ίδιος μετά από λίγο προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια και από ασυνείδητη ενοχή αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Παρορμητικά κάνει ένα tattoo στο βραχίονα που αναπαριστά μια αδρή μορφή. Αυτό σημαίνει ότι ο γιος παρέβη το taboo του φόνου και ασυνείδητα σκότωσε τον τοτεμικό πατέρα. Συγχρόνως ζητά, όπως οι αυτόχθονες λαοί, την πατρική προστασία. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Έχουν γραφτεί πολλά σε ψυχαναλυτικά κείμενα για τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τη γυναικεία ψυχρότητα, συχνά αντικρουόμενα μεταξύ τους. Κλινικά όμως τα πράγματα αποσαφηνίζονται πλήρως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ψυχρότητα είναι έκφραση μιας αναστολής της πλήρους σεξουαλικής εμπειρίας βασισμένης στο άγχος του «κινδύνου», το οποίο ασυνείδητα συνδέεται με την πλήρη επίτευξη του σεξουαλικού σκοπού, μιας κατάστασης σε πλήρη αναλογία με αυτή της ανδρικής ανικανότητας. Βασικά, αυτός ο «κίνδυνος» συνδέεται με το φόβο «τραυματισμού» του κόλπου και ολόκληρου του εσωτερικού του σώματος της γυναίκας ή στην απώλεια της αγάπης. Όπως στην ανικανότητα των ανδρών, ο βαθμός της σοβαρότητας της διαταραχής ποικίλει. Υπάρχουν γυναίκες οι οποίες ευκαιριακά αποτυγχάνουν να πετύχουν μια πλήρη κολπική διέγερση, αλλά μπορούν να πετύχουν έναν οργασμό της κλειτορίδας. Άλλες μπορούν να διεγερθούν αλλά δεν πετυχαίνουν την αποκορύφωση του οργασμού παρά περιστασιακά. Τελικά, υπάρχουν περιπτώσεις ολικής ψυχρότητας όταν οι γυναίκες αυτές είναι εντελώς αποξενωμένες από το ίδιο τους το σώμα, όπως στις αισθητηριακές διαταραχές της υστερίας. Οι «επικίνδυνοι» παιδικοί σκοποί οι οποίοι συνδέονται με τη σεξουαλικότητα στις περιπτώσεις της ψυχρότητας είναι περισσότερες στις γυναίκες από ότι στην ανικανότητα των ανδρών, διότι η σεξουαλικότητα των κοριτσιών είναι περισσότερο περίπλοκη από ότι στα αγόρια. Πρωταρχικής σημασίας είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Η ασυνείδητη σύνδεση του σεξουαλικού συντρόφου με τον πατέρα μπορεί να διαταράξει τη σεξουαλική ευχαρίστηση, όπως ακριβώς οι σκέψεις για τη μητέρα μπορεί να είναι αιτία ανικανότητας για τους άνδρες. Υπάρχει όμως και η αρσενική ταύτιση των γυναικών. Η πραγματικότητα όμως του φθόνου του πέους στα κορίτσια και η προ-οιδιπόδεια σχέση με τη μητέρα προσφέρει περισσότερες αιτίες για την ανάπτυξη καθηλώσεων σ’ αυτήν και ως εκ τούτου διάφορες εμπλοκές. Εφόσον οι σκοποί της καθήλωσης στην προ-οιδιπόδεια μητέρα είναι καθ΄ ολοκληρία προ-γεννητικές, βλέπουμε φόβους αναφερόμενους σε προ-γεννητικούς σκοπούς ως αιτία της ψυχρότητας. Πολύ συχνά, βλέπουμε ότι το τρομερότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στο αποκορύφωμα της διέγερσης, ειδικά στις γυναίκες με φθόνο του πέους και αυξημένο ουρηθρικό ερωτισμό, είναι ο ασυνείδητος φόβος απώλειας ούρων. Ο αρσενικός προσανατολισμός στις γυναίκες είναι ένα θέμα μεγάλης σπουδαιότητας για την ψυχρότητα. Μερικές γυναίκες είναι ψυχρές μόνο κολπικά ενώ η κλειτορίδα έχει διατηρήσει την κανονική ή περισσότερο από την κανονική διεγερσιμότητα. Εφόσον η κλειτορίδα είναι η πρωταρχική ερωτογενής ζώνη στη γυναικεία παιδική σεξουαλικότητα, η ψυχρότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος αναχαίτισης της σεξουαλικής ανάπτυξης. Η «άρνηση» της κλειτορίδας να δώσει την πρωτοκαθεδρία στη ζώνη του κόλπου μπορεί να οφείλεται σε άγχος σχετιζόμενο με την κολπική ζώνη, η οποία είναι ο κρίσιμος παράγοντας της πλήρους σεξουαλικής ικανοποίησης. Μπορεί όμως να οφείλεται και σε υψηλή ερωτογένεια της κλειτορίδας, η οποία μπορεί να είναι ιδιοσυστασιακή ή επίκτητη κατά τη διάρκεια της φαλλικής φάσης της ανάπτυξης (το παιδί, αγόρι ή κορίτσι, δεν αναγνωρίζει στο στάδιο αυτό παρά μόνο ένα γεννητικό όργανο, το αρσενικό όργανο). Ο κλειτοριδικός αυνανισμός, ο οποίος ανταποκρίνεται στην ευερεθιστότητα της κλειτορίδας, δημιουργεί καθήλωση της σεξουαλικότητας σ’ αυτήν προσφέροντας διέξοδο στις αυτό-ερωτικές αρσενικές ή και θηλυκές φαντασιώσεις. Όπως και η ανικανότητα στους άνδρες, έτσι και η ψυχρότητα στις γυναίκες μπορεί δευτερογενώς να δώσει την αφορμή για διεστραμμένες εκφράσεις ασυνείδητων μαζοχιστικών ή και σαδιστικών ορμών (εκδίκηση εναντίων των ανδρών) ο φόβος των οποίων καθορίζει την ψυχρότητα. Εν τούτοις, ό,τι αποφεύγεται με την ψυχρότητα μπορεί να διαπεράσει τις άμυνες και να εκδηλωθεί ενεργητικά. Ο κολεόσπασμος σχετιζόμενος με την ψυχρότητα δρα ως αντιδραστικός σχηματισμός. Οι τυπικές περιπτώσεις κολεόσπασμου αναπτύσσουν μυϊκούς σπασμούς, οι οποίοι κάνουν τη διείσδυση του πέους αδύνατη. Ο κολεόσπασμος συχνά δεν είναι μια καθαρή αναστολή αλλά ένα θετικό σύμπτωμα που εκφράζει ασυνείδητα την ευχή να αποκόψει η γυναίκα το πέος και να το διατηρήσει μέσα στον κόλπο της ως εκδίκηση του γυναικείου φαντασιωσικού ευνουχισμού. Οι περιπτώσεις του «παγιδευμένου πέους» στον κόλπο της γυναίκας είναι σπάνιες, αλλά σημαίνουν το φθόνο του πέους από τη γυναίκα, αλλά συγχρόνως και τη διατήρηση του πέους μέσα της ως κατοχή αυτού. Ενώ η ανικανότητα στον άνδρα είναι φανερή, η ψυχρότητα στη γυναίκα μπορεί να είναι κρυμμένη. Συχνά και στα δύο φύλα γίνεται μια απόπειρα υπεραναπλήρωσης της σεξουαλικής αναστολής. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται ως υπερ-σεξουαλικοί για να καλύψουν την πρωταρχική αναστολή που λειτουργεί ως ναρκισσιστικό τραύμα. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Οι σεξουαλικές αναστολές συνιστούν τα συχνότερα συμπτώματα που παρουσιάζονται στις νευρώσεις και έχουν ένα εύρος από την ελαφρά συστολή στην προσέγγιση του άλλου φύλου έως την πλήρη ανικανότητα ή την ψυχρότητα. Η αναστολή αυτή μπορεί να αφορά όλο το πεδίο της σεξουαλικότητας ή μόνο ορισμένες πλευρές της. Άλλοι αναστέλλουν μόνο τον αισθησιασμό και μόνο την τρυφερότητα ή μόνο την εμπειρία του οργασμού. Επίσης, στην αναστολή παίζει σοβαρότατο λόγο ο σωματότυπος του άλλου ή ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά αυτού, τα οποία έχουν συνδεθεί με παιδικές εμπειρίες σεξουαλικών φόβων. Η αναστολή μπορεί να παρουσιασθεί οποτεδήποτε οι συνθήκες εγείρουν αυτούς τους φόβους ή δεν υπάρχει ειδική καθησύχαση αυτών. Άτομα που φοβούνται ασυνείδητα να πληγώσουν τους ερωτικούς συντρόφους τους μπορεί πραγματικά να το κάνουν με την ανεσταλμένη τους συμπεριφορά. Μία θηλυκή ή μαζοχιστική συμπεριφορά μπορεί να βρει έκφραση στην ανδρική ανικανότητα ή μια σαδιστική στάση στη γυναικεία ψυχρότητα. Ασυνείδητα το άτομο πιστεύει ότι η σεξουαλική δραστηριότητά του είναι επικίνδυνη. Αυτή η αμυντική δραστηριότητα είναι ασυνείδητη και είναι μέρος του Εγώ [ψυχικός θεσμός που διακρίνει ο Freud από το Αυτό (ενορμήσεις) και το Υπερεγώ (κριτή ή λογοκριτή του Εγώ)] όπου λειτουργεί το άγχος ευνουχισμού (η φαντασίωση που δίνει απάντηση στο αίνιγμα που αποτελεί για το παιδί η ανατομική διαφορά των δύο φύλων). Το αγόρι φοβάται τον ευνουχισμό ως πραγματοποίηση μιας πατρικής απειλής σχετικά με τις σεξουαλικές του δραστηριότητες. Το κορίτσι αισθάνεται τον ευνουχισμό ως «επιβληθείσα ζημιά» την οποία προσπαθεί να αρνηθεί, να την αναπληρώσει ή να την επανορθώσει. Το σύμπλεγμα ευνουχισμού βρίσκεται σε στενή σχέση με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Το Εγώ αποποιείται τη σεξουαλική ευχαρίστηση εάν αυτή η ευχαρίστηση πιστεύει ότι είναι συνδεδεμένη με έντονο ασυνείδητο κίνδυνο. Σαν κανόνας, ο βασικός κίνδυνος για τους άνδρες συνεπάγεται ευνουχισμό. Η ιδέα ότι το πέος μπορεί να τραυματισθεί ενώ είναι στον κόλπο. Το πυρηνικό σύμπλεγμα της παιδικής σεξουαλικότητας είναι το οιδιπόδειο. Στις απλούστερες και περισσότερο τυπικές περιπτώσεις η ανικανότητα στους άνδρες βασίζεται στην επιμένουσα ασυνείδητη αισθησιακή προσκόλληση στη μητέρα. Στην πράξη, ο σεξουαλικός δεσμός αναστέλλεται διότι στο βάθος ο ερωτικός σύντροφος αντιπροσωπεύει τη μητέρα. Αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικά η αλήθεια σε όλες τις περιπτώσεις. Ο άνδρας με ασυνήθιστα θηλυκό προσανατολισμό αποφεύγει την εμπειρία των σεξουαλικών λειτουργιών εξ’ αιτίας του άγχους και η θηλυκή ταύτισή του παίζει σπουδαίο ρόλο στην ψυχογένεση των περισσότερο επίμονων περιπτώσεων ανικανότητας. Επίσης, ο άνδρας πρέπει να απορρίψει και όλους τους άλλους παιδικούς σεξουαλικούς σκοπούς, δηλαδή τις προγεννετήσιες φαντασιώσεις (είναι η περίοδος της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης που προηγείται του οιδιπόδειου συμπλέγματος). Στη φάση αυτή κυριαρχεί και στα δύο φύλα ο δεσμός με τη μητέρα. Στη γυναικεία σεξουαλικότητα τονίζεται η μεγάλη σημασία, πολυπλοκότητα κατά τη διάρκεια της πρωταρχικής σχέσης του κοριτσιού με τη μητέρα, ενώ στο αγόρι αυτή η σχέση είναι λιγότερο μακροχρόνια και σημαντική σε συνέπειες, ενώ η διάκρισή της από την οιδιπόδεια αγάπη είναι δύσκολη διότι το ερωτικό αντικείμενο παραμένει το ίδιο, δηλαδή η μητέρα. Κάποιοι άνδρες είναι ανίκανοι προς μια γυναίκα ή προς ένα τύπο γυναικών. Συχνά τέτοιοι άνδρες διαχωρίζουν τον αισθησιασμό από την τρυφερότητα και είναι ανίκανοι προς τις γυναίκες που αυτοί αγαπούν. Πολλοί έχουν άγχη που αντικρούουν τη σεξουαλική ευχαρίστηση. Η πρόωρη εκσπερμάτωση, ως μικρής διάρκειας πράξη, υποδηλώνει μια ήπια διαταραχή με καλή πρόγνωση, αλλά μια χρόνια αναστολή της εκσπερμάτωσης είναι μια σοβαρή διαταραχή. Σε αυτή μπορεί να συμμετέχουν ένας κυρίαρχος θηλυκός προσανατολισμός ή ένας σαδιστικός προσανατολισμός που κρύβεται κάτω από μια φαινομενική παθητικότητα ή ένας ουρηθρικός ερωτισμός που κάνει τα άτομα ασυνείδητα να συγχέουν το σπέρμα με τα ούρα ή και ισχυρά συναισθήματα ενοχής γύρω από τον αυνανισμό. Όλα αυτά είναι προγεννητικής προέλευσης. Η διαταραχή της παρατεινόμενης εκσπερμάτωσης στον κόλπο ή αδυναμία εκσπερμάτωσης, σαν κανόνες, περισσότερο είναι έκφραση υστερικής μετατροπής. Μπορεί όμως να εκφράζει και φόβους συνδεδεμένους με ευνουχισμό, θάνατο ή πρωκτικές ενορμήσεις (όπως στα μικρά παιδιά η συγκράτηση των κοπράνων) ή στοματικές σαδιστικές και μαζοχιστικές ενορμήσεις. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης O Sigmund Freud (1856-1939) ήταν ο πρώτος που κατέρριψε το μύθο των χαρωπών και αθώων παιδιών και περιέγραψε την ύπαρξη της σεξουαλικότητας και της επιθετικότητας αυτών. Επίσης, αναγνώρισε πλήρως την λειτουργία της μητρικής φροντίδας. Η Anna Freud (1859-1982) ασχολήθηκε με την εφαρμογή της ψυχανάλυσης στα παιδιά και έδωσε έμφαση στο ρόλο της μητρικής μέριμνας στη φροντίδα του βρέφους κατά την πρώιμη βρεφική ανάπτυξη. Η Melanie Klein (1882-1960) ανέλυσε πολύ μικρά παιδιά (η Ρίτα ήταν ηλικίας δύο χρόνων και εννιά μηνών) που βίωναν τον απόηχο της βρεφικής ηλικίας. Υποστήριζε ότι το τρυφερό βρέφος γίνεται παιδίo φοβερών συγκρούσεων. Οι ορμές είναι βίαιες, οι φαντασιώσεις χαοτικές και εκτός ελέγχου της πραγματικότητας με την οποία συγχέονται. Το Υπερεγώ στα βρέφη (ο ψυχικός θεσμός που ελέγχει και κατευθύνει το άτομο και του προκαλεί ενοχή) είναι αυστηρό και απάνθρωπο. Ο κόσμος αυτού είναι πρωτόγονος και μοιάζει παραμύθι. Σ’ αυτό τίποτε δεν είναι οριστικό και υπάρχουν αποδιοργανωτικές ανησυχίες. Είναι ένας κόσμος ψυχωσικός. Ο D.W. Winnicott (1896-1961) δήλωσε ότι το βρέφος έχει ανάγκη τη μητρική φροντίδα για να κυριαρχήσει επάνω στις ενορμήσεις του, ώστε να αποκτήσει ένα συγκροτημένο Εγώ ενάντια στον κατακερματισμό (ψυχωσικό Εγώ). Το άγχος του βρέφους σε αυτή την περίοδο έχει να κάνει με το άγχος «αφανισμού». Όταν το βρέφος αργότερα εξελιχθεί από την αρχική συμβιωτική (συγχωνευτική) σχέση με τη μητέρα του και αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένα ξεχωριστό άτομο από εκείνη, τότε θα βιώσει άγχος αποχωρισμού. Στη συνέχεια, όταν το βρέφος υπεισέλθει στην οιδιποδειακή (τριγωνική) σχέση με τους δύο γονείς του, θα βιώσει το άγχος ευνουχισμού (παιδικές φαντασιώσεις που δίνουν απάντηση στο ερώτημα της ανατομικής διαφοράς των δύο φύλων). Το βρέφος γεννιέται εξαρτημένο από τη μητέρα του και δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο του. Φυσικά γεννιέται με τη δυνατότητα ανάπτυξης και ωρίμανσης, κληρονομημένη από τα γονίδιά του, αλλά αυτό δεν αρκεί εάν δεν συνδεθεί με τη μητρική φροντίδα. Με την αγκαλιά της η μητέρα αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη της και έτσι ανταποκρίνεται στις σωματικές, ψυχικές και νοητικές ανάγκες του βρέφους της. Αυτό, μετά την ασφάλεια που νιώθει μέσα στο αμνιακό υγρό της μήτρας της μητέρας του, βρίσκεται σε ένα αντίξοο περιβάλλον (πείνα, αλλαγές θερμοκρασίας, πόνοι, κ.α.). Φυσικά, ο πατέρας, εκτός της συναισθηματικής υποστήριξης που προσφέρει στη μητέρα, μπορεί να λειτουργήσει ως μια «δεύτερη μητέρα». Αμφότεροι σε λίγο μπορούν να αποκωδικοποιήσουν τα «μηνύματα» που τους στέλνει το βρέφος και τότε διαισθητικά ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτού. Αυτή η δυνατότητα της μητρικής φροντίδας μεταλαμπαδεύεται από μητέρα σε μητέρα, καθώς επίσης και ο τρόπος που αυτή προσαρμόζει το παιδί της σιγά-σιγά και από λίγο στη ματαιωτική πραγματικότητα του ενήλικα. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Η ανάπτυξη του σώματος του βρέφους αρχίζει από τη σύλληψή του. Η δε δόμηση της ψυχής του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνειδητές και ασυνείδητες προσδοκίες και φόβους των γονιών του από τη σύλληψή του. Η ενδομήτρια σχέση εμβρύου-μητέρας επηρεάζεται από τα πραγματικά και ενδοψυχικά γεγονότα της μητέρας. Ο πατέρας υποστηρίζει συναισθηματικά τη μητέρα και αργότερα βοηθάει τη δυάδα μητέρα – βρέφος ώστε αυτό να διαφοροποιηθεί – αυτονομηθεί από εκείνη. Μετά τη γέννησή του, το μωρό επηρεάζεται από τη συναισθηματική του σχέση με τη μητέρα του και αρχικά αντιδρά με σωματικά συμπτώματα και αργότερα με ψυχικά. Στους ενήλικες υπάρχει ο κίνδυνος να αντιδράσουν με σωματικά συμπτώματα και όχι με ψυχικά όταν αυξάνονται οι εσωτερικές ή οι εξωτερικές συγκρούσεις και παλινδρομούν σε προηγούμενες εξελικτικές καταστάσεις. Η διάρρηξη αυτής της σύνδεσης σώματος-ψυχής αποτελεί τις ψυχοσωματικές διαταραχές του ανθρώπου με κινδύνους για τη σωματική του υγεία. Οι άνθρωποι αυτοί αδυνατούν να ψυχοποιήσουν τις εσωτερικές συγκρούσεις τους. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Η μαντική τέχνη στην αρχαιότητα ήταν συνυφασμένη με την ιατρική και, πριν από τον Ιπποκράτη, ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ιερέων. Έτσι εξηγείται γιατί η φήμη του Μελάμποδα του Αμυθάονος ως μάντη επισκίασε την ιατρική του ιδιότητα. Ο Μελάμπους είναι ο πρώτος ιατρός που αναφέρεται στα αρχαία κείμενα, αρχαιότερος και αυτού του Ασκληπιού, βασιλιά της Θεσσαλίας, ο οποίος αργότερα θεοποιήθηκε. Γεννήθηκε στην Πύλο, στα τέλη του 14ου π. Χ. αιώνα, στο μεταίχμιο του Μινωικού προς τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Ο Μελάμπους ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου μυήθηκε σε όλα τα μυστήρια και τις αποκρυφιστικές επιστήμες. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε ο εισηγητής της λατρείας του Διονύσου και της Δηούς (Δήμητρας) στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και ο δημιουργός των αρχεγόνων Ελευσίνιων Μυστηρίων. Ο Ηρόδοτος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης βρήκαν το όνομά του γραμμένο στα χρονικά των Ναών μαζί με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής εκείνης. Ο Απολλόδωρος γράφει: «Ο Μελάμπους ο Αμυθάονος, μάντις ων, την διά φαρμάκων και καθαρμών θεραπείαν πρώτος ευρηκώς». Κατά τον Διοσκουρίδη και τον Πλίνιο, ο Μελάμπους αναγνωρίζεται ως ο πρώτος ανακαλύψας τον ελλέβορο, τον οποίο χρησιμοποιούσε ως καθαρτικό και ως φάρμακο για τις ψυχικές ασθένειες. Έχουν διασωθεί τρεις μόνο θεραπείες του: Η θεραπεία των Προιτίδων, θυγατέρων του βασιλιά της Τίρυνθος Προίτου, που έπασχαν από μανία, η θεραπεία του βασιλιά των Μεγάρων, Αλκάθου που έπασχε από μελαγχολία και του Ίφικλου που έπασχε από «ατεκνία». Η τελευταία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι βλέπουμε πώς ο Μελάμπους αντιλαμβάνονταν την ψυχοθεραπεία εκείνους τους χρόνους. Ο Γεώργιος Τσουκαντάς, βαθύς γνώστης των αρχαίων κειμένων, είναι ο πρώτος που κατόρθωσε να ανασυνθέσει την ιστορία της θεραπείας του Ιφίκλου, βασιζόμενος στις εξής πηγές: Όμηρος, Ησίοδος, Φερεκύδης, Απολλόδωρος, σχόλια εις Όμηρον, σχόλια εις Θεόκριτον, Θεόκριτος, Απολλώνιος ο Ρόδιος (Περιοδικό Ηραία του Άργους, 1940, φύλλο 31). Περιγράφοντας τη θεραπεία του Ιφίκλου μπορούμε να αφαιρέσουμε το μυθικό πέπλο για να ιδωθεί ξεκάθαρα η θεραπεία. Παρακολουθούμε τον Μελάμποδα να πηγαίνει στην Φυλάκη της Θεσσαλίας, ξεκινώντας από την Πύλο όπου γεννήθηκε, για να κλέψει τις αγελάδες του Φυλάκου. Η ιστορία μας έχει σχέση με αυτές τις αγελάδες από εκλεκτή ράτσα. Αυτές διεκδικούσε ο Νηλεύς, βασιλιάς της Πύλου, ως κληρονομική μερίδα της μητέρας του Τυρούς, οι οποίες παράνομα παρακρατήθηκαν από το θείο της Δηίονα, πατέρα του Φυλάκου. Ο Νηλεύς ήθελε να πάρει πίσω τις αγελάδες και έταζε ότι, όποιος τις φέρει πίσω, θα πάρει ως αμοιβή την «περικαλλή» κόρη του, Πυρώ. Ο Βίας, αδελφός του Μελάμποδα, ήταν ερωτευμένος με την Πυρώ και έπεισε τον αδελφό του να πάει στην Φυλάκη και να κλέψει τις αγελάδες. Ο Μελάμπους, προσπαθώντας να κλέψει τις αγελάδες, συνελήφθη από τους βοσκούς και κλείσθηκε στη φυλακή. Προανήγγειλε όμως την κατάρρευση της σκεπής της φυλακής διότι παρατήρησε ότι το σαράκι είχε φάει το μεσοδόκαρο αυτής. Ο Φύλακος και ο υιός του Ίφικλος εκτίμησαν αυτό ως σημαντικό δείγμα της μαντικής ικανότητας του Μελάμποδα και τον προσκάλεσαν στα ανάκτορα. Εκεί ο Φύλακος του ζήτησε να θεραπεύσει τον Ίφικλο από την «ατεκνία» του και του έταξε να του δώσει ως αμοιβή τις αγελάδες. Ο Μελάμπους εξέτασε σωματικά τον Ίφικλο και δέχθηκε να τον αναλάβει, βέβαιος όντας ότι η «ατεκνία» του είχε ψυχολογικά αίτια. Αφού διοργανώθηκαν εντυπωσιακές και υποβλητικές θεουργικές τελετές στα ανάκτορα, ξεκίνησαν όλοι επίσημα ντυμένοι για τον τόπο της βουθυσίας, όπου θυσίασαν «βουν» (αγελάδα) για να εξευμενίσουν το Δία. Ο Μελάμπους διαμέλισε τον «βουν» σε ίσες μερίδες και τις διασκόρπισε γύρω του, κράζοντας επιδεικτικά τους «οιωνούς». Τότε κατέφθασαν τα πουλιά μαζί με τον Γυπαετό, τον ηγεμόνα τους. Ο Μελάμπους έπεισε τους άλλους ότι γνώριζε τη γλώσσα των πουλιών και ο Γυπαετός του «εξιστόρησε» τα πάντα. Ό,τι τους «μετέφρασε» ο Μελάμπους τα είχε μάθει από τους φύλακες και τους αυλικούς. Κάποτε ο Φύλακος ευνούχιζε κριούς στους αγρούς και κοντά του βρισκόταν ο υιός του Ίφικλος παρακολουθώντας με αγωνία την αιματηρή σκηνή. Ο πατέρας του βλέποντάς τον έτσι, θέλησε να τον φοβίσει περισσότερο και για να αστειευθεί πέταξε το ματωμένο μαχαίρι του δίπλα στον Ίφικλο και κοντά στα γεννητικά του όργανα. Ο Ίφικλος τρόμαξε και άρχισε να τρέχει, ενώ ο Φύλακος έμπηξε το μαχαίρι νευριασμένος σε μια αγριαπιδιά. Αυτό το επεισόδιο απωθήθηκε από τον Ίφικλο. Ο Φερεκύδης και ο Ευστάθιος δεν αναφέρουν τον ευνουχισμό των κριών, αλλά λέγουν ότι ο Φύλακος καταδίωξε τον Ίφικλο διότι τον είδε να κάνει «άτοπόν τι» και επειδή δεν τον έπιασε, κάρφωσε θυμωμένος το μαχαίρι στην αγριαπιδιά. Ο Μελάμπους, σύμφωνα με τις «υποδείξεις» του Γυπαετού, έχοντα μαζί του το Φύλακο και τον Ίφικλο (τους μόνους που ήξεραν το μέρος όπου εφύετο η αγριαπιδιά) έψαξαν και βρήκαν το μαχαίρι χωμένο μέσα στο δέντρο, σκουριασμένο. Η κατάπληξη του Ίφικλου κορυφώθηκε και κοιτούσε το Μελάμποδα με συγκίνηση. Ο Μελάμπους χορήγησε στον Ίφικλο τη σκουριά του μαχαιριού μέσα σε οίνο επί δέκα μέρες. Ο Ίφικλος γέννησε δύο υιούς, τον Πρωτεσίλαο και τον Ποδάρκη από δεύτερο τοκετό. Ο Πρωτεσίλαος είναι ο πρώτος Έλληνας, ο οποίος πήδηξε από το πλοίο και πάτησε στην παραλία της Τροίας κατά τον Τρωικό πόλεμο και σκοτώθηκε εκεί (Όμηρος, Ιλιάδα). Στο ίδιο σημείο τάφηκε από τους συμπολεμιστές του, οι οποίοι και έκτισαν ιερό και έκαναν θυσίες και εορτές. Ο Αρταΰκτης, στρατηγός του Ξέρξη, σύλησε τον τάφο με άδειά του (Ηρόδοτος). Την ιστορία του Πρωτεσίλαου αναφέρουν και ο Πίνδαρος, ο Παυσανίας, ο Οβίδιος, ο Υγεινός, ο Λουκιανός, κ.α. Ο Αρριανός (Ανάβασις Αλεξάνδρου) γράφει: «ελθών δ’ ες Ελαιούντα θύει Πρωτεσιλάω (Ο Μέγας Αλέξανδρος) επί τω τάφω… ότι και Πρωτεσίλαος πρώτος εδόκει εκβήναι ες την Ασίαν». Η άποψή μου είναι ότι στη θεραπεία του Ίφικλου ο Μελάμπους εφάρμοσε τεχνική βασισμένη σε ψυχοδυναμικές αρχές. Κατ’ αρχάς χρησιμοποίησε τις πληροφορίες για τους κριούς και το μαχαίρι για να πείσει τους άλλους ότι έχει τη δύναμη της απευθείας επικοινωνίας με τους «οιωνούς» και το Γυπαετό. Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία ο πατέρας θέλει να ευνουχίσει το γιό του, ο οποίος θα του πάρει το βασίλειο, και κάνοντας μετάθεση ευνουχίζει κριούς. Έχουμε απόδειξη ότι ο Φύλακος ήθελε να ευνουχίσει το γιό του γιατί το μαχαίρι έπεσε κοντά στα γεννητικά του όργανα. Ο Ίφικλος όντας σεξουαλικά ανίκανος λόγω του ασυνειδήτου άγχους ευνουχισμού από τον πατέρα του, εξαιτίας του επεισοδίου, είχε ασυνείδητα κάνει τις εξής σκέψεις: «Όσο δεν έχω πέος (στύση) δεν είμαι άνδρας, άρα δεν θα με ευνουχίσει ο πατέρας μου. Εάν είμαι σεξουαλικά ικανός να κάνω παιδιά, δηλαδή να έχω στύση (πέος) κινδυνεύω να με ευνουχίσει ο πατέρας μου». Αυτό απαντάται στην ψυχολογία των ανδρών με ψυχολογική ανικανότητα. Ο Freud μιλάει αναλυτικά γι’ αυτά τα ψυχολογικά προβλήματα στα έργα του «Τρία Δοκίμια για τη Σεξουαλικότητα» (1905) και «Η ανάλυση της φοβίας ενός αγοριού πέντε ετών» (1909). Ο σύγχρονος ψυχοθεραπευτής μέσω της ψυχοθεραπευτικής του εργασίας θα έφθανε στην ιστορία της απώθησης, ενώ ο Μελάμπους την «ξέρει» από το Γυπαετό. Επιτυγχάνει όμως το ίδιο αποτέλεσμα, να κάνει δηλαδή τις ασυνείδητες σκέψεις, συνειδητές. Το ότι πήγε τον Ίφικλο στο δένδρο μοιάζει το ίδιο με το να κάνουμε το ασυνείδητο, συνειδητό. Αυτή η συνειδητοποίηση προκαλεί άγχος, συγκίνηση. Σήμερα κατ’ αντιστοιχία, ο πατέρας θα πήγαινε τον Ίφικλο σε ψυχοθεραπευτή για να του τα πει με λόγια. Τότε ο Μελάμπους τον πήγε στο δένδρο. Και οι δύο είναι σαν να του λένε ότι «αυτό το γεγονός συνέβηκε κάποτε και φοβήθηκες. Τώρα ο πατέρας σου σε θέλει άνδρα γι’ αυτό κάλεσε εμένα». Ο Ίφικλος, παρόλο που είναι μεγάλος, αισθάνεται σαν παιδί ανήμπορο που κινδύνεψε να το ευνουχίσει ο πατέρας του. Όλα αυτά που έκανε ο Μελάμπους τα κάνει ο σύγχρονος θεραπευτής με λόγια και αυτό λέγεται θεραπευτική διεργασία. Η χορήγηση σκουριάς μέσα σε οίνο είναι χωρίς ιδιαίτερη θεραπευτική αξία, αναλυτικά όμως έχει την έννοια ότι ο Μελάμπους του έδωσε την ανδρική δύναμη του πατέρα. Επομένως, ο Μελάμπους παίρνει τη θέση της εξουσίας, δηλαδή του Υπερεγώ, του πατρικού υποκατάστατου, που όχι μόνο του επιτρέπει να γίνει άνδρας, αλλά του το αποδεικνύει έμπρακτα (δένδρο - σκουριά) ρόλο που ο σύγχρονος θεραπευτής το κάνει μέσω της θεραπευτικής διεργασίας. Σήμερα, όταν η θεραπεία γίνεται παρουσία του πατέρα, ενισχύεται ο θεραπευτής στο έργο του με τη διαβεβαίωση ότι ο πατέρας του τον θέλει άνδρα. Όταν η θεραπευτική διεργασία δεν αρκεί ή όταν παίρνει μεγάλο χρόνο μπορεί ο θεραπευτής να τον πάει στο δένδρο, αλλά δεν θα του δώσει τη σκουριά. Η γνώση που μας έδωσε ο Μελάμπους λησμονήθηκε μέσα στο χρόνο και χρειάστηκαν πολλοί αιώνες μετά μέχρι να έρθει ο S. Freud (1856-1939), με την ασύλληπτη ψυχοδυναμική του σκέψη και, μέσω των «ιστοριών» των ασθενών του, να δημιουργήσει την Ψυχανάλυση. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Στον Ελλαδικό χώρο υπήρχαν περισσότερα από 300 Ασκληπιεία, όπως της Τρίκκης στη Θεσσαλία, το οποίο ήταν και το αρχαιότερο, της Επιδαύρου, της Αθήνας, της νήσου Κω, της Μεσσηνίας, κ.α. Αυτά ανεγείρονταν στον περίβολο των Ναών και βρίσκονταν σε κλίμα υγιεινό, παρέχοντας στους ικέτες υγιεινή διαβίωση. Οι ικέτες υποβάλλονταν σε υποκαπνισμούς με αρώματα και αντισηπτικά βότανα. Δίνονταν φάρμακα (ελλέβορος, όπιο, κ.α.), υποβάλλονταν σε μικρές εγχειρήσεις από έμπειρους ιατρούς, όταν χρειαζόταν, και υπόκειντο σε μαλάξεις, υδροθεραπείες, κ.α. Όλες οι θεραπευτικές μέθοδοι κρατούνταν μυστικές και καλύπτονταν από πέπλο υπερφυσικού μυστηρίου με ιεροτελεστίες και εγκοίμηση. Σήμερα δεχόμαστε ότι οι περισσότεροι από τους προσερχόμενους έπασχαν από δερματικά, ρευματικά, οφθαλμολογικά κ.α. νοσήματα. Κατ’ αρχάς προσέρχονταν στο Κατακλιντήριο, όπου γίνονταν η κυρίως θεραπεία. Από εκεί αρκετοί μεταφέρονταν στο Άβατο, όπου υποβάλλονταν σε εγκοίμηση με σκοπό να προκληθεί όνειρο με το οποίο ο θεός Ασκληπιός, σύμφωνα με τις δοξασίες της εποχής, αποκάλυπτε στον ικέτη τον τρόπο θεραπείας του. Στο Άβατο το βράδυ μετά από κατάλληλη προετοιμασία, ο Πρωθιερέας με τους πυροφόρους και τους άλλους συνοδούς του εμφανίζονταν και εξηγούσε το όνειρο στον ικέτη.
Στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου βρέθηκαν οι περίφημες «πλάκες» όπου αναγράφονταν τα ιάματα. Έτσι έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες για τη θεραπευτική αγωγή που γινόταν σε αυτό. Τα κυριότερα κτίρια του Ασκληπιείου ήταν: τα Προπύλαια, ο Ναός ή Ιερό, τα βάθρα των αναθημάτων, το Στάδιο, το Γυμνάσιο, το Λουτρό του Ασκληπιού, το Θέατρο, ο μέγας Ξενών ή Καταγώγιο ή Κατακλιντήριο, η Θόλος ή Άβατος ή Εγκοιμητήριο. Ο Ξενών ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο κτίριο χωρισμένο σε μεγάλες αίθουσες και μικρότερα δωμάτια, ο οποίος χρησίμευε ως ξενώνας αλλά και ως νοσοκομείο. Η ανέγερση της Θόλου έγινε τον 4ο π.Χ. αιώνα και αποτελείται από μια Δωρική στοά που περιβάλλει έναν κυκλικό τοίχο και εσωτερικά από άλλη Κορινθιακή. Η Θόλος είχε αποκλειστικό σκοπό την εγκοίμηση. Από τα ιάματα ξεχωρίζουμε το 37ο, το οποίο παρουσιάζει μεγάλο ψυχολογικό ενδιαφέρον. «Ο Δίαιτος ο Κυρηναίος. Αυτός ήταν παράλυτος από τα γόνατα και κάτω και κοιμήθηκε (στο Άβατον) και είδε όνειρο. Του φάνηκε ότι ο θεός (Ασκληπιός) διέταξε τους υπηρέτες του (ιερούς νοσοκόμους) να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν εκτός του Αδύτου, αφήνοντάς τον προ του Ναού. Όταν δε τον μετέφεραν έξω, ο θεός έζευξε ίππους σε άρμα και περιφέρετο προ του Ναού και ζητούσε να τον καταπατήσει με τους ίππους. Ως εκ του φόβου του ( ο Δίαιτος) σηκώθηκε αμέσως όρθιος και όταν ημέρωσε βγήκε έξω υγιής». Στο Ίαμα αυτό μπορούμε να δώσουμε την εξήγηση ότι ο ασθενής έπασχε από υστερική παραπληγία και μετά την προπαρασκευαστική διαδικασία εγκοιμήθηκε στο Άβατον. Στη συνέχεια «άκουσε» μέσα στη διανοητική του σύγχυση το εκφοβιστικό όνειρο από τον Πρωθιερέα και σηκώθηκε έντρομος. Αναγνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν αρκετές γνώσεις για την εποχή τους στη διάγνωση και θεραπεία σωματικών συμπτωμάτων αλλά μπορούσαν να διαγνώσουν και τα υστερικά συμπτώματα και να τα θεραπεύσουν με ψυχολογικά μέσα, με την υποβολή. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Στο τέλος του 19ου αιώνα, εποχή βικτωριανής ηθικής, κατά την οποία υπήρχε άρνηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, υπήρξε μια επιδημία υστερίας ιδιαίτερα στις γυναίκες. Ο S. Freud (1856-1939), νευρολόγος, συναντάται το 1882 με τον J. Breur, νευροφυσιολόγο, ο οποίος του ανέφερε τη θεραπεία των υστερικών συμπτωμάτων μιας νεαρής ασθενούς, της Άννας Ο... Αυτή υπέφερε από πλήθος συμπτωμάτων όπως νευρικό βήχα, διαταραχές της όρασης, ψευδαισθήσεις, διάφορες σωματικές παραλύσεις, διακύμανση του συναισθήματος, κ.α. Ο Breur χρησιμοποίησε υποβολή και ύπνωση και κατά τη διάρκεια των συχνών και μακρών συνεδριάσεων παρατήρησε ότι: «Κάθε ένα από τα συμπτώματα αυτής της περίπλοκης κλινικής εικόνας αντιμετωπίσθηκε χωριστά. Όλες τις φορές που παρουσιάζονταν (τα συμπτώματα) η ασθενής τα διηγείτο με αντίστροφη (χρονική) σειρά, αρχίζοντας από τις ημέρες προτού μείνει κατάκοιτη και συνεχίζοντας προς τα πίσω μέχρι την αφορμή που είχε προκαλέσει τα συμπτώματα για πρώτη φορά. Από τη στιγμή που αποκαλύπτονταν η αιτία, τα συμπτώματα εξαφανίζονταν μαζί με τα συναισθήματα που είχαν συνδεθεί με αυτά». Αυτή την τεχνική ο Breur την ονόμασε «καθαρτική αφήγηση». Ο Freud απεφάσισε να εφαρμόσει αυτή την τεχνική και είδε ότι οι παρατηρήσεις του συνέπιπταν με αυτές του Breur. Στη συνέχεια, ο Freud παρακολούθησε τη διδασκαλία του Charcot στο Παρίσι και του Benheim στο Νανσί, οι οποίοι θεωρούνταν ειδικοί στην υστερία. Το 1893 ο Freud μαζί με τον Breur εξέδωσαν την «Προκαταρκτική Ανακοίνωση», όπου ανέφεραν τα αποτελέσματα των θεραπειών υστερικών γυναικών με «καθαρτική» μέθοδο. Στη συνέχεια ο Breur απεχώρησε από τη συνεργασία με τον Freud λόγω της αμφιβολίας του ότι ο πυρήνας της νεύρωσης είναι η σεξουαλικότητα. Το 1895 όμως και οι δύο μαζί εξέδωσαν τις «Μελέτες για την Υστερία» στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και η «Προκαταρκτική Ανακοίνωση». Στο βιβλίο αυτό αναφέρονται οι κλινικές παρατηρήσεις της θεραπείας της Άννας Ο… και τέσσερις περιπτώσεις υστερικών γυναικών του Freud. Στην περίπτωση της Έμμα Φον Ν… ο Freud, εκτός από την ύπνωση, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη νέα του μέθοδο των «ελεύθερων συνειρμών». Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην παρότρυνση των ασθενών να μιλούν ελεύθερα, χωρίς φόβο ή ντροπή, ό,τι τους έρχεται στη σκέψη. Την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Freud στην αυτο-ανάλυσή του και στην ερμηνεία των ονείρων του (1896-1899). Ο Freud γοητεύθηκε τόσο πολύ από την υστερική αμνησία ώστε ωθήθηκε να δημιουργήσει μια ολόκληρη θεωρία, την ψυχανάλυση. Στην αρχή ο Freud εφάρμοζε, όπως είδαμε, την ύπνωση, αλλά στη συνέχεια αντιλήφθηκε ότι έρχονταν στη συνείδηση των υστερικών απωθημένα παιδικά τραύματα και ασυνείδητες φαντασιώσεις. Με τη ρηματοποίηση αυτών, τα συμπτώματα εξαφανίζονταν μαζί με τα απωθημένα συναισθήματα. Οι «απωθημένες» αυτές αναμνήσεις αποτέλεσαν το κέντρο της ψυχαναλυτικής μελέτης. Στην περίπτωση της Έμμα φον Ν… ο Freud αναφέρει ότι τα συμπτώματά της δεν ήταν σωματικά εκ μετατροπής των ενδοψυχικών συγκρούσεων, αλλά ψυχικά υστερικά συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και φοβιών. Σήμερα πιστεύουμε ότι η υστερία εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα ψυχοπαθολογίας από τη νεύρωση και τις οριακές διαταραχές μέχρι την ψύχωση. Στο τελευταίο κεφάλαιο των «Μελετών για την Υστερία», το οποίο έγραψε μόνος του ο Freud, θεμελίωσε τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης όπως είναι ο ελεύθερος συνειρμός, ο ρόλος της σεξουαλικότητας, ο συμβολισμός των υστερικών συμπτωμάτων, η μεταβίβαση των συναισθημάτων στον ψυχαναλυτή, η μετατροπή της ενδοψυχικής σύγκρουσης σε υστερικά συμπτώματα και οι ασυνείδητες φαντασιώσεις. Ο Freud όρισε την ψυχανάλυση ως μια μέθοδο διερεύνησης του ασυνειδήτου και ανάδειξης της ασυνείδητης σημασίας των λέξεων, των πράξεων και των προϊόντων της φαντασίας. Ο Freud στα έργα του «Κάποιες ψυχικές επιπτώσεις των ανατομικών διαφορών μεταξύ των φύλων» (1925) και «Θηλυκότητα» (1932) διέκρινε την ύπαρξη μιας διπλής καθήλωσης των υστερικών στο στοματικό στάδιο (στάδιο της τροφής, της φροντίδας, της ασφάλειας και τη επιδοκιμασίας) και στο Οιδιπόδειο στάδιο (στάδιο της σχέσης του παιδιού με τους δύο γονείς του μεταξύ ταύτισης και αντιπαλότητας). Εάν υπάρχουν ανεκπλήρωτες στοματικές ανάγκες, τότε συνδυάζονται με τις γενετήσιες ανάγκες και έτσι μεγεθύνονται τα οιδιπόδεια δυναμικά. Έτσι εξηγείται και το ευρύ φάσμα των συμπτωμάτων των υστερικών. Η υστερία υπήρξε η πρώτη ψυχική διαταραχή που οδήγησε τον Freud στη διατύπωση της ψυχανάλυσης με σκοπό να θεραπεύσει υστερικά συμπτώματα. Αυτή η θεωρία και η μέθοδος θεραπείας προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ανακαλύψει τις σκοτεινές δυνάμεις του ασυνειδήτου του που κατευθύνουν, χωρίς να γνωρίζει, τις πράξεις του και έτσι να αισθάνεται ο ίδιος καλύτερα και να έχει περισσότερο αρμονικές σχέσεις με τους άλλους. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Οι διάφοροι λαοί πιστεύουν ότι τα όνειρα έχουν ιδιαίτερο νόημα και ότι προφητεύουν το μέλλον. Έτσι προσπαθούν να τα ερμηνεύσουν. Σταχυολογώ από την Αρχαιοελληνική γραμματεία το όνειρο που είδε η Πηνελόπη στην «Οδύσσεια» του Ομήρου. Το είδε με ερέθισμα τη συνομιλία που είχε την προηγούμενη μέρα με τον Οδυσσέα, ο οποίος γύρισε στην Ιθάκη από τον Τρωικό πόλεμο και της παρουσιάσθηκε ως σύντροφος του ήρωα στον πόλεμο και το διηγείται στον ίδιο: [Μον άκου αυτό μου τόνειρο να μου το ξεδιαλύνεις. Είκοσι χήνες σπίτι μου απ’ το νερό όξω βγήκαν κι έτρωγαν στάρι κι η καρδιά να βλέπω μου χαιρόταν. Κι ένας αητός περήφανος, αητός καμπουρομύτης, χίμηξε από ψηλή κορφή κι έκοψε το λαιμό τους, κι’ όλες σωρός τεντώθηκαν, και στο γαλάζιο αιθέρα πέταξε πάλε κι έφυγε. Κι εγώ μεσ’ στόνειρό μου θρηνούσα και ξεφώνιζα. Κι ολόγυρά μου τότε τρέξανε οι καλοπλέξουδες Αχαιοπούλες κι ήρθαν, Ενώ θρηνούσα πόχασα απ’ τον αητό τις χήνες. Γύρισε πάλε κι έκατσε στου παλατιού τη στέγη, κι έτσι μ’ ανθρώπινη φωνή μ’ εμπόδιζε και μου ‘πε «Ω, Πηνελόπη, μη χολιάς κι όνειρο αυτό δεν ήταν, μον’ ήταν όραμα καλό που θ’ αληθέψει. Οι χήνες είναι οι Μνηστήρες κι ο αητός ο άντρας σου είμαι ο ίδιος, πόφτασα θάνατο σκληρό να φέρω στους Μνηστήρες»] (Μετάφραση: Αλέξανδρου Πάλλη) Ο ραψωδός αντιλαμβάνεται στο όνειρο της Πηνελόπης ότι αυτό εκφράζει μια επιθυμία. Αιώνες αργότερα ο S. Freud στο περίφημο «βιβλίο του αιώνα», την «Ερμηνεία των Ονείρων», (1900) επαναδιατυπώνει την ίδια άποψη: «Το όνειρο είναι η (συγκαλυμμένη) πραγματοποίηση μιας (καταπιεσμένης, απωθημένης) επιθυμίας». Υπάρχουν όνειρα όπου η πραγματοποίηση της επιθυμίας εμφανίζεται καθαρά, όπως στο όνειρο της Πηνελόπης και κυρίως στα όνειρα των παιδιών και σπανιότερα των ενηλίκων και τα οποία πρέπει να τα αποκωδικοποιήσουμε σύμφωνα με τη μέθοδο του Freud.
Στην εποχή του Freud ο ιατρικός κόσμος πίστευε ότι τα όνειρα είναι μια διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας. Ο ίδιος πίστευε ότι τα όνειρα είναι μια οργανωμένη ψυχική δραστηριότητα. Η μέθοδος των ελεύθερων συνειρμών που δημιούργησε για να θεραπεύει υστερικά συμπτώματα, φοβίες και ιδεοληψίες ήταν αυτή που τον βοήθησε να σκεφτεί ότι: «Η ερμηνεία των ονείρων είναι η βασιλική οδός που οδηγεί στη γνώση του ασυνειδήτου της ψυχικής ζωής». Με το έργο του η «Ερμηνεία των Ονείρων» έθεσε τα θεμέλια της ψυχανάλυσης στην κλινική, την τεχνική και τη θεωρητική της μορφή. Υπάρχει το έκδηλο μέρος του ονείρου, το οποίο έχει υποστεί διάφορες διεργασίες για να μπορέσει να περάσει τη λογοκρισία του ονείρου, και το λανθάνον περιεχόμενο που είναι οι απωθημένες στο ασυνείδητο σκέψεις και επιθυμίες που προσπαθούν να έρθουν στο συνειδητό. «Εάν εμβαθύνουμε στην ανάλυση των ονείρων», γράφει ο Freud, «ανακαλύπτουμε συχνά ότι το λανθάνον περιεχόμενο αυτών έχει να κάνει με την εκπλήρωση απωθημένων επιθυμιών της παιδικής σεξουαλικότητας που ‘δημιουργούν’ τις περισσότερες και ισχυρότερες ενορμησιακές δυνάμεις οι οποίες συνεργάζονται για τον σχηματισμό του ονείρου». Στο σχηματισμό αυτού παίζουν μεγάλο ρόλο τα σύμβολα τα οποία ο Freud τα διακρίνει σε καθολικά σύμβολα, που χρησιμοποιούνται από τους αρχαίους χρόνους, και τα ατομικά σύμβολα που αφορούν την προσωπική συμβολή του ονειρευόμενου. Για τα πρώτα γράφει: «Η πλειονότητα των συμβόλων του ονείρου χρησιμεύει στην απεικόνιση προσώπων, μερών τους σώματος και δραστηριοτήτων που καθορίζονται από ένα ερωτικό ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα τα μέρη των γεννητικών οργάνων μπορούν να απεικονισθούν με ένα μεγάλο αριθμό συχνά εκπληκτικών συμβόλων και τα πλέον ποικιλόμορφα αντικείμενα χρησιμοποιούνται για να τα υποδείξουν συμβολικά». Προτρέπει δε να συμπεριλαμβάνουμε συγχρόνως τα καθολικά σύμβολα και τους ελεύθερους συνειρμούς του ονειρευόμενου: «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταλήξαμε να συνδυάζουμε δύο τεχνικές: Θα στηριχθούμε στους συνειρμούς των ιδεών του ονειρευόμενου, θα τις αναπληρώσουμε σε ότι λείπει με τη γνώση των συμβόλων του ερμηνευτή. Μια συνετή κριτική του νοήματος των συμβόλων, μια προσεκτική μελέτη αυτών, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα ξεκάθαρα όνειρα, θα μας επιτρέψουν να απομονώσουμε κάθε κατηγορία φαντασίας και αυθαιρεσίας στην ερμηνεία». Η μελέτη των ονείρων μας ανακαλύπτει τις σκοτεινές δυνάμεις του ασυνειδήτου, οι οποίες καθορίζουν δυστυχώς τη ζωή μας και μας βοηθούν να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Ο Freud είναι ο πρώτος συγγραφέας που συνέκρινε τις καταθλιπτικές «μελαγχολικές» καταστάσεις με το φυσιολογικό πένθος. Στο έργο του «Πένθος και Μελαγχολία» (1917) γράφει: «Το πένθος αποτελεί συνήθως μια αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπητού προσώπου ή μια αφηρημένης ιδέας που το υποκαθιστά, όπως η πατρίδα, η ελευθερία, τα ιδανικά κ.α. Η επίδραση των ίδιων συμβάντων προκαλεί σε πολλά άτομα μελαγχολία αντί για πένθος». Τα ψυχο-διανοητικά γνωρίσματα της μελαγχολίας είναι: μια βαθύτατη οδυνηρή κατάθλιψη, μια αναστολή του ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, η απώλεια της ικανότητας για αγάπη, η αναστολή κάθε δραστηριότητας, η ελάττωση του αισθήματος αυτό-εκτίμησης που εκφράζεται με αυτομομφές και αυτό-δυσφημίσεις και φθάνει μέχρι την παραληρητική προσμονή της τιμωρίας. Το πένθος παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από ένα: λείπει η «διαταραχή του αισθήματος αυτοεκτίμησης». Πιο κάτω ο ίδιος γράφει: «…. Οι αυτομομφές είναι μομφές ενάντια σε ένα αντικείμενο αγάπης, οι οποίες όμως έχουν αντιστραφεί από το αντικείμενο (αντικείμενο: πρόσωπο) στο ίδιο το Εγώ του ασθενή». Στο ίδιο θέμα η Μ. Klein στο έργο της «Πένθος και η σχέση του με τις μανιο-καταθλιπτικές καταστάσεις» (1940), γράφει ότι το άτομο θυμάται με αγάπη τα χαρακτηριστικά του απολεσθέντος αντικειμένου, ενώ βιώνει τα αρνητικό χαρακτηριστικά ως μέρος του εαυτού του. Αυτό δικαιολογείται από τον Freud, ο οποίος έδωσε προσοχή στις διεργασίες εσωτερίκευσης ενός καταθλιπτικού και τις οποίες ο Κ. Abraham όρισε ως «ταύτιση του καταθλιπτικού ατόμου με το χαμένο αντικείμενο αγάπης». Στους καταθλιπτικούς ασθενείς υπάρχει πάντα ο ρόλος της πρώιμης και της επαναλαμβανόμενης απώλειας (ανεξάρτητα εάν σε κάποιες περιπτώσεις ερευνάται η ύπαρξη βιολογικών παραγόντων). Σε μερικές περιπτώσεις η απώλεια μπορεί να είναι περισσότερο εσωτερική και ψυχολογική, όπως η περίπτωση ενός παιδιού που ενδίδει στην εξωτερική πίεση να απαρνηθεί συμπεριφορές εξάρτησης προτού φθάσει συναισθηματικά στο εξελικτικό στάδιο που μπορεί να το πράξει. Οι γονείς πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται ότι η ανεξαρτησία είναι πρωταρχική στο μικρό παιδί και το οδηγεί από την εξάρτηση προς την ανεξαρτησία. Επίσης, έχουμε καταθλιπτικά δυναμικά όταν δεν ικανοποιούνται οι σωματικές και συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, διότι οι γονείς αποθαρρύνουν το πένθος του παιδιού για διαφόρους δικούς τους λόγους. Σημαντικό επίσης είναι η ύπαρξη σοβαρής κατάθλιψης ενός γονέα. Στην τελευταία περίπτωση το παιδί κινδυνεύει να εσωτερικεύσει τον καταθλιπτικό «νοσηρό» γονέα. Συμπερασματικά η επεξεργασία της απώλειας είναι σημαντική για όλους μας και ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Μια από τις φαντασιώσεις των ανθρώπων είναι η ιδέα ότι σε κάποιο μακρινό παρελθόν ή σε κάποιο μέλλον υπήρξε ή θα υπάρξει μια εποχή απόλυτης ειρήνης χωρίς τη δημιουργία οποιασδήποτε επιθετικότητας. Έτσι έχουμε τον αρχαιοελληνικό μύθο για τις «Νήσους των Μακάρων» όπου σε επτά νησιά ζούσαν πολίτες, οι οποίοι ήταν υγιείς και όμορφοι και δεν δημιουργούνταν συγκρούσεις ή ανταγωνισμοί. Αυτό επιτυγχάνονταν με το ότι η ιδιοκτησία ήταν κοινή, συμπεριλαμβανομένων και των γυναικών. Επίσης, ο Πλάτων περιγράφει την ιδανική «Πολιτεία», στην οποία όμως αναγκάσθηκε να εισάγει κάποιες αμφιλεγόμενες ιδέες και νόμους για να εξασφαλίσει τη συνοχή της κοινωνίας, όπως να αποκλείονται από αυτήν τα ανατρεπτικά άτομα και οι ποιητές. Συμβούλευε δε μια γενική λογοκρισία των «επικίνδυνων σκέψεων». Στην «Ιλιάδα» του Ομήρου όμως συναντάμε σε βάθος τα πραγματικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που είναι η επιθετικότητα (οργή) και ο έρωτας: «Τη μάνητα (μήνις: οργή) θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ‘δωσε στους Αχαιούς περίσσιες και πλήθος αντρειωμένες ψυχές στον Άδη κάτω παλικαριών… … απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυό τους, τον Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτηρας (Ο Αγαμέμνων) κι ο μέγας Αχιλλέας. … Όπως μου (μου: ο Αγαμέμνων) παίρνει πίσω ο Απόλλων τη Χρυσοπούλα τώρα … όμοια κι εγώ τη ροδομάγουλη τη Βρισοπούλα (Βρισηίδα) ατός μου, το μερτικό σου στην καλύβα θα ‘ρθω να πάρω… ... Έτσι είπε, κι ο Αχιλλέας συχύστηκε, στα δασωμένα στήθια διχόγνωμη η καρδιά του εδούλευε, κι αναρωτιόνταν, τάχα το κοφτό σπαθί που εκρέμουνταν πλάι στο μερί να σύρει, ...» (μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή) Η θεωρία του Freud για την επιθετικότητα αναφέρεται από τον ίδιον ως εξής: «Ένα μέρος (της ενόρμησης του θανάτου) τίθεται άμεσα στην υπηρεσία της σεξουαλικής ενόρμησης και ο ρόλος του είναι σημαντικός. Πρόκειται για τον καθαυτό σαδισμό. Ένα άλλο μέρος όμως δεν θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο που οδηγεί προς τα έξω. Θα παραμένει στο εσωτερικό του οργανισμού, όπου θα συνδεθεί λιβιδινικά χάρη στη βοήθεια της σεξουαλικής διέγερσης που το συνοδεύει…. Αναγνωρίζουμε εδώ τον αρχέγονο ερωτογόνο μαζοχισμό». Ο δυϊσμός του Freud ενόρμησης ζωής – ενόρμηση (ένστικτο) θανάτου εξομοιώνεται συχνά με τον δυϊσμό της σεξουαλικότητας (με τις μετουσιώσεις της: τέχνη, επιστήμη, πολιτισμός) – επιθετικότητας. Ο ίδιος αλλού γράφει: «Ο θεωρητικός μας στοχασμός μετασχημάτισε αυτή την αντίθεση (ανάμεσα σε λιβιδινικές ενορμήσεις και ενορμήσεις καταστροφής) σε αντίθεση ανάμεσα στις ενορμήσεις ζωής (έρως) και τις ενορμήσεις θανάτου». Ο έρωτας δημιουργεί ζωή και σύνολα και τα διατηρεί, ενώ η επιθετικότητα τα κατακερματίζει, είναι δύναμη αποδιοργανωτική….». Ο Winnicott αργότερα διαίρεσε την επιθετικότητα σε δύναμη προστασίας του «εαυτού» ως σύνολο και σε δύναμη καταστροφής των άλλων. Γνωρίζοντας, σε βάθος τον εαυτό μας, θα μπορούμε να δώσουμε ώθηση στον Έρωτα – Δημιουργηκότητα ενάντια στην καταστροφικότητα του εαυτού μας και των άλλων. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Ο πατέρας παίζει ουσιαστικό ρόλο στην ψυχοσεξουαλική εξέλιξη και του αγοριού και του κοριτσιού. Κατ’ αρχήν, είναι ο ερωτικός σύντροφος της μητέρας και επιδρά θετικά στην απόφασή της να μείνει έγκυος. Ο ίδιος στηρίζει συναισθηματικά την εγκυμονούσα μητέρα και μετά τον τοκετό παίρνει από τη μητέρα ένας μέρος της συναισθηματικής υποστήριξης και της σωματικής απαρτίωσης του βρέφους. Επίσης, η σταθερή εικόνα του ίδιου είναι απαραίτητη για να αποσοβηθεί η απειλή εγκόλπωσης (συμβιωτική σχέση) του νηπίου από τη μητέρα. Όταν το νήπιο μπορέσει να αντιληφθεί τον εαυτό του ως διαφορετική οντότητα από τους άλλους, τότε δημιουργεί μια αμφιθυμική δυαδική σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα του. Σ’ αυτή τη φάση παρατηρούνται πρώιμα στάδια μίμησης, εσωτερίκευσης και ταύτισης του γιού με τον πατέρα και του κοριτσιού με τη μητέρα. Όλα όμως δεν είναι ρόδινα. Για παράδειγμα, ο αρχαιοελληνικός μύθος του βασιλιά Λάιου μας δίνει μια εικόνα των αρνητικών συναισθημάτων του πατέρα προς το γιό (στην πραγματική ζωή τα αρνητικά συναισθήματα των γονιών προς τα παιδιά είναι συνήθως ασυνείδητα). Ένας χρησμός είχε προειδοποιήσει τον Λάιο ότι ο γιός του θα τον σκότωνε. Έτσι, για να το προλάβει αυτό εγκαταλείπει το γιό του σε μια άγρια ερημιά. Αργότερα, αναγνωρίζοντας το παιδί την ανατομική διαφορά των δύο φύλων, εισέρχεται στην τριαδική (Οιδιπόδεια) σχέση με τους δύο γονείς του. Στο αγόρι δημιουργούνται ασυνείδητες φαντασιώσεις αιμομικτικής σχέσης με τη μητέρα και πατροκτόνας έχθρας προς τον πατέρα. Αντίθετα, το κορίτσι προσκολλάται στον πατέρα νιώθοντας οιδιποδειακή έχθρα προς τη μητέρα. Στην εφηβεία, η σεξουαλική ωρίμανση καθιστά οριστική και αμετάκλητη την ταυτότητα του φύλου, μαζί με την κοινωνική ταυτότητα και την ολοκληρωμένη αίσθηση του εαυτού. Το αγόρι ταυτίζεται με τον πατέρα και ενδοβάλλει τις αρχές του. Το κορίτσι, βρίσκει στον πατέρα ένα «ασφαλές λιμάνι». Στην πραγματική ζωή και τα δύο φύλα μεταφέρουν τις ενορμήσεις τους έξω από την οικογένεια. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Το βασικό πρόβλημα της εξάρτησης από ουσίες, χαρτοπαίγνιο, τυχερά παιχνίδια κ.α. και τελευταία η εξάρτηση από το διαδίκτυο είναι οι ενδοψυχικές συγκρούσεις και τα βαθιά ψυχικά ελλείμματα. Για τις ουσίες, η εξάρτηση παρουσιάζεται κλινικά ως κατάθλιψη, απόπειρες αυτοκτονίας, βίαιες πράξεις, κρίσεις κατακλυσμιαίου άγχους κ.α. Αυτές οι διαταραχές προϋπάρχουν της εξάρτησης, τη συνοδεύουν πολλές φορές και ξαναπαρουσιάζονται σε απότομη διακοπή της. Ο θεμελιώδης παράγοντας της εξάρτησης τοποθετείται στον πληγωμένο «ναρκισσισμό» του ατόμου. Με τον όρο αυτό εννοούμε την αγάπη που απευθύνεται στην εικόνα του ίδιου του εαυτού σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό μύθο του Νάρκισσου. Υπό την ψυχαναλυτική του έννοια ο όρος αυτός δηλώνει μια αρχαϊκή υπερτίμηση του εαυτού και των άλλων, ένα είδος μεγαλομανιακών προσδοκιών, μαζί με τις επακόλουθες ματαιώσεις και απογοητεύσεις της πραγματικότητας. Το μωρό στην αγκαλιά της μητέρας του ζει μια κατάσταση απεριόριστης παντοδυναμίας, ακόμη και τα όρια του εαυτού του επεκτείνονται απεριόριστα. Η μητέρα του με τα χάδια της περιορίζει τα όρια του εαυτού στα όρια του σώματός του. Επίσης, αυτή και ο πατέρας, επειδή η πραγματικότητα είναι από τη φύση της ματαιωτική, θα πρέπει να εκθέτουν το μωρό τους και κατόπιν το παιδί τους, σ’ αυτή σιγά-σιγά και σε μικρές δόσεις. Συγχρόνως, θα πρέπει να λειτουργούν ως ηθμός των εξωτερικών ερεθισμάτων, όπως των κοινωνικό-οικονομικών και οικογενειακών γεγονότων. Επίσης, οι γονείς, συμπεριλαμβανομένων των γονέων των χρηστών, θα πρέπει να παρέχουν στο παιδί ένα περιβάλλον σταθερότητας, αξιοπιστίας, εμπιστοσύνης και ευαισθησίας έναντι της «ναρκισσιστικής» αδυναμίας του και της επακόλουθης οργής του κατά τη διάρκεια των αναπτυξιακών κρίσεων και ειδικά της εφηβείας. Η ψυχαναγκαστική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών είναι μια προσπάθεια αυτοΐασης και θα μπορούσε να εξηγηθεί καλύτερα ως άμυνα εναντίων των κατακλυσμιαίων συναισθημάτων του ατόμου. Ο εξαρτημένος και η οικογένειά του θα πρέπει να απευθυνθούν για την αντιμετώπιση της εξάρτησης στις κατάλληλες θεραπευτικές κοινότητες. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Υπάρχουν δύο σημαντικές εξελικτικές περίοδοι στον άνθρωπο που έχουν ως επίκεντρο τη σεξουαλικότητα. Η πρώτη είναι η παιδική ηλικία με την έξαρση της σεξουαλικότητας, την οποία περιέγραψε ο S. Freud (1905), και η οποία περιγραφή ξεσήκωσε έντονες αντιδράσεις λόγω της βικτωριανής ηθικής της εποχής. Η δεύτερη παρουσιάζεται με την ήβη μέχρι την ώριμη νεανική ηλικία. Το τέλος της όμως καθορίζεται από κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Σκοπός της είναι η ανάπτυξη της σεξουαλικής και κοινωνικής ταυτότητας του εφήβου. Οι σεξουαλικές ενορμήσεις μαζί με τα συνοδά συναισθήματα βρίσκονται στην καρδιά των ψυχολογικών αλλαγών της εφηβείας, οι οποίες επηρεάζονται από τις προϋπάρχουσες της παιδικής ηλικίας, τις επιρροές των συνειδητών και ασυνειδήτων ιδιαίτερα συναισθημάτων των γονιών και τις επιρροές του κοινωνικού περιβάλλοντος. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η δημιουργία των ασυνείδητων φαντασιώσεων του εφήβου που καθορίζουν τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Οι ψυχικές ισορροπίες της παιδικής ηλικίας αλλάζουν διότι καλούνται να συμπεριλάβουν τον σεξουαλικό εαυτό του εφήβου και τον εξαναγκάζουν να απομακρυνθεί από τους γονείς του για να αποφύγει τις ισχυρές συναισθηματικές επενδύσεις που έχει κάνει σε αυτούς, προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθεί. Στην πρώτη φάση της εφηβείας, ο έφηβος παρουσιάζει μια καλή κοινωνικότητα αλλά, εσωτερικά, η σεξουαλική ωρίμανση του σώματος, λόγω των ορμονικών μεταβολών, τον εγκλωβίζει σε μια εσωστρέφεια. Στην επόμενη φάση της εφηβείας, ο έφηβος θα αναζητήσει ένα μόνιμο σύντροφο, έξω από την οικογένεια, που θα ικανοποιήσει τις σεξουαλικές και συναισθηματικές του ανάγκες. Συγχρόνως θα επεκτείνει την σεξουαλικότητά του, υπό την ευρεία έννοια, σε ποικίλες δραστηριότητες και δημιουργίες που αποτελούν τον πολιτισμό. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Ναρκισσιστικά είναι τα άτομα εκείνα τα οποία, λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης, έχουν την ανάγκη να ζητούν συνεχώς επιβεβαίωση από τους άλλους. Φυσικά υπάρχει και ο φυσιολογικός ναρκισσισμός, που έχει να κάνει με τη φροντίδα του εαυτού μας, που μερικοί τον αποκαλούν «φύλακα άγγελο» της ζωής. Ο Freud (1914) έδειξε ενδιαφέρον για το φαινόμενο αυτό. Ο ίδιος δανείστηκε τον αρχαιοελληνικό μύθο του Νάρκισσου, ο οποίος στάθηκε να πιει νερό από μια πηγή και, βλέποντας την αντανάκλαση του στο νερό, ερωτεύθηκε το είδωλό του και προσπαθώντας να το αγκαλιάσει πέθανε χωρίς να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Το σώμα του καταστράφηκε και στη θέση του φύτρωσε ένα λουλούδι, ο νάρκισσος. Η βασική και αρχική σύγκρουση του ανθρώπου είναι αυτή η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ της αρχικής ψευδαισθητικής αυτάρκους θέσης του μωρού στην αγκαλιά της μητέρας του και της ώθησης προς τους άλλους ανθρώπους. Η πρώτη θέση ενέχει τον κίνδυνο της «τρέλας» του ανθρώπου, λόγω του μεγέθους της συναισθηματικής επένδυσης του εαυτού του, αλλά και στη δεύτερη κινδυνεύει ο άνθρωπος να επενδύσει ολοκληρωτικά στους άλλους, αισθανόμενος ο ίδιος κενότητα και απώλεια της υπόστασης του. Η ψυχική ισορροπία του ανθρώπου εξαρτάται από την αρμονική σύζευξη αυτών των δύο θέσεων. Τα ναρκισσιστικά άτομα τα απασχολούν δύο κύρια θέματα: η ταυτότητα του εαυτού τους και η αυτοεκτίμηση. Μέσα τους αισθάνονται τρόμο, ανεπάρκεια και κατωτερότητα. Αντισταθμιστικά παρουσιάζονται μεγαλομανείς, ματαιόδοξοι και εγωπαθείς. Στην παραμικρή όμως κριτική και στο οποιοδήποτε μικρό σφάλμα τους καταρρέουν διότι συγκρίνουν τα πράγματα με μια απαίτηση τελειότητας που δεν παρουσιάζεται στους συνηθισμένους ανθρώπους. Από την παιδική ηλικία το άτομο έχει την ανάγκη να του επιτραπεί από τους γονείς του να ζήσει τη δική τους αυθεντική ζωή και να μην χρησιμοποιηθει από αυτούς για να ικανοποιήσουν τις ναρκισσιστικές ματαιωθείσες ανάγκες τους. Επίσης, αυτά τα παιδιά για να μπορέσουν να αναπτύξουν μια ρεαλιστική αυτοεκτίμηση, θα πρέπει να μην είναι στόχος συνεχών επικρίσεων ούτε διθυράμβων. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Στην ερωτική σχέση της γυναίκας και του άνδρα υπάρχει το χαρακτηριστικό ότι ο άνδρας ενδιαφέρεται περισσότερο για την ενστικτική του εκφόρτιση και αγαπά τη γυναίκα για να την κατακτήσει. Ενώ από την άλλη, η γυναίκα ενδιαφέρεται περισσότερο να γίνει η «εκλεκτή» του άνδρα και επενδύει στο χρόνο, το σπίτι και την οικογένειά της, χωρίς να αμελεί τις σεξουαλικές της ανάγκες. Η δε μητρότητα θα της προσφέρει μια μοναδική πληρότητα του εαυτού της, την οποία ο άνδρας θα προσπαθήσει να πετύχει μέσω των δραστηριοτήτων του. Η μελέτη της γυναικείας σεξουαλικότητας, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ξεκίνησε από τις «Μελέτες πάνω στην Υστερία» που συνέγραψε ο S. Freud μαζί με τον J. Breuer (1893-1895). Ο πρώτος συνέγραψε επίσης πολλές μελέτες πάνω στο θέμα και η βασική του θέση είναι ότι το μικρό κορίτσι έχει αρχικά μια τρυφερή σχέση με τη μητέρα του. Όταν όμως αντιλαμβάνεται την ανατομική διαφορά με το μικρό αγόρι, χρεώνει στη μητέρα του το γεγονός ότι τη γέννησε χωρίς πέος. Έτσι προσεγγίζει τον πατέρα του γιατί πιστεύει φαντασιωσικά και ασυνείδητα ότι θα της δώσει το πέος του και θα κάνει μαζί της παιδί. Αργότερα θα μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα στο σύντροφό της και θα γεννήσει μαζί του παιδί. Στο μικρό κορίτσι δεν υπάρχει η αίσθηση ότι έχει κόλπο, θα γίνει όμως αυτός αντιληπτός στην εφηβεία, όταν διεισδύσει μέσα του το πέος. Κατά άλλη ψυχαναλυτική άποψη, η αίσθηση του κόλπου υπάρχει εξ’ αρχής στο μικρό κορίτσι, αλλά αυτή απωθείται λόγω ύπαρξης φαντασιωσικών φόβων καταστροφής του εσωτερικού του σώματός του. Η αίσθηση του κόλπου θα επανεμφανισθεί κατά την εφηβεία. Η δε προσέγγιση με τον πατέρα θα γίνει με ίδιες γυναικείες ενστικτικές δυνάμεις. Πάντως κατά τη συνουσία η γυναίκα θα δοθεί στον άνδρα ενεργητικά και έτσι δύο άτομα αυτόνομα θα δοθούν το ένα στο άλλο ισότιμα για να χαρούν τα σωματικά και ψυχικά τους χαρίσματα. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Η θλίψη είναι σύμφωνη με τον ψυχισμό του ανθρώπου διότι σχετίζεται με την απώλεια προσώπων, καταστάσεων, πατρίδας, κ.α. Ο άνθρωπος ερχόμενος στον κόσμο βιώνει κατ’ αρχήν την απώλεια της προστασίας που είχε στην κοιλιά της μητέρας του και οι απώλειες συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τα άτομα που παρουσιάζουν καταθλιπτικό σύνδρομο υπέστησαν κάποια μεγάλη ματαίωση, η οποία εμπόδισε τη διαδικασία προσαρμογής στο περιβάλλον που είναι ματαιωτικό εκ της φύσης του. Η «επαρκής» μητέρα θα προσπαθήσει να προφυλάξει το μωρό της από μεγάλες και συχνές ματαιώσεις. Το καταθλιπτικό άτομο κατευθύνει το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών συναισθημάτων προς τον εαυτό του, πράγμα που δεν δικαιολογείται από την πολύ ανθρώπινη συμπεριφορά του. Στο φυσιολογικό πένθος ενός ανθρώπου ο εξωτερικός κόσμος βιώνεται ιδιαίτερα λυπηρός, διότι απουσιάζει το αγαπημένο του πρόσωπο, ενώ στις καταθλιπτικές καταστάσεις έχουμε διεργασίες «εσωτερίκευσης», η οποία ορίζεται ως ταύτιση του καταθλιπτικού ανθρώπου με το χαμένο πρόσωπο αγάπης. Όμως σ’ αυτούς, υπάρχει συγχρόνως η σκέψη ότι είναι «κακοί» άνθρωποι, ό,τι και να σημαίνει αυτό γι’ αυτούς. Δυστυχώς στο παρελθόν έχουν επικριθεί από τον πατέρα τους, τη μητέρα τους και από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ενδοβληθεί μέσα τους ως αυστηρός και ανάλγητος «εσωτερικός κριτής». Ο ασθενής θυμάται με αγάπη τα θετικά του απολεσθέντος προσώπου, αλλά βιώνει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ως μέρος του εαυτού του. Αυτό το νέο Εγώ επιτίθεται στο προϋπάρχον Εγώ και έτσι η σύγκρουση μεταφέρεται μέσα στον ασθενή. Πολλές φορές η απώλεια μπορεί να είναι περισσότερο εσωτερική. Όταν το παιδί πιέζεται να ωριμάσει γρηγορότερα από το εξελικτικό στάδιο που διανύει, δεν θα μπορεί να κάνει ό,τι του ζητηθεί. Παράδειγμα ο αποθηλασμός, ο αποχωρισμός δηλαδή από το σώμα της μητέρας του, ο έλεγχος των σφιγκτήρων, η προσαρμογή σε περιβάλλον εκτός του σπιτιού. Και οι ώριμες και οι ανώριμες οικογένειες μπορεί να ευνοήσουν κατάθλιψη λόγω ανεπαρκούς επεξεργασίας του πένθους όταν υπάρχει απώλεια. Βλέπουμε ότι οι Μικρασιάτες Έλληνες ακόμη θρηνούν ατομικά και συλλογικά τις «χαμένες πατρίδες». Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης |
ΣυγγραφέαςΤσώλης Κωνσταντίνος <
Αρχείο
January 2018
|