Η έκδοση στην Ελλάδα του μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» είχε πολλές περιπέτειες. Αρχικά, την έκδοσή του την ανέλαβε ο Εκδοτικός Οίκος Ηριδανός σε μετάφραση Π. Ζάννα, του οποίου ο θάνατος διέκοψε τη μετάφραση του έργου. Στη συνέχεια, την έκδοση ανέλαβε το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με συνεχιστή της μετάφρασης τον Π. Πούλο. Τελευταία, η αποπεράτωση της έκδοσης περιήλθε στην ευθύνη του Εκδοτικού Οίκου Εστία. Ο Μαρσέλ Προυστ άρχισε να γράφει το δεκαπεντάτομο μυθιστόρημά του το 1907, σε ηλικία τριάντα έξι ετών. Οι δύο πρώτοι τόμοι του έργου κυκλοφόρησαν το 1913 και οι τελευταίοι το 1927, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το θάνατό του. Η τελική διάταξη του έργου είναι η ακόλουθη: 1) Από τη μεριά του Σουάν, 2) Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών , 3) Η μεριά του Γκερμάντ, 4) Σόδομα και Γόμορα, 5)Η φυλακισμένη, 6) Η δραπέτισσα, 7) Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Ο Προυστ επεδίωξε τη συνθετική ενότητα του μυθιστορήματός του, διασυνδέοντας εντέχνως τα διάφορα μέρη της σύλληψής του. Ο βιογράφος του Προυστ, ο George Painter, ανέλυσε τη σχέση της πραγματικότητας με τη μυθιστοριακή ανάπλασή της όπως αυτή παρουσιάζεται στο έργο του Προυστ. Ο Προυστ άλλαζε το υλικό του μέσα σε ένα πλαίσιο απίθανης ποικιλίας προσώπων, ανθρώπινων σχέσεων και καταστάσεων προκειμένου να αναγκάσει την πραγματικότητα να αποκαλύψει τις αλήθειες που έκρυβε και κατά κανένα τρόπο προκειμένου να την αλλοιώσει. Το φιλί που δεν δόθηκε Το μυθιστόρημα αρχίζει σε πρώτο πρόσωπο: «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς…. Δεν σήκωνα τα μάτια μου απ’ τη μητέρα μου. Ήξερα πως μόλις περνούσαν στο τραπέζι δεν θα μου επέτρεπαν να μείνω για το δείπνο καθ’ όλη τη διάρκεια και προκειμένου να μην φέρει αντιρρήσεις ο πατέρας μου, η μητέρα δεν θα με άφηνε να τη φιλήσω πολλές φορές μπροστά στον κόσμο, όπως θα γινόταν αν βρισκόμασταν στο δωμάτιό μου. Γι’ αυτό, έταζα στον εαυτό μου να της δώσω από πριν ένα φιλί που θα ‘ταν σύντομο και κρυφό, δηλαδή, ό,τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω προτού μπούμε στην τραπεζαρία και πλησίαζε η ώρα για το δείπνο… Αλλά να… πριν χτυπήσει το καμπανάκι για το δείπνο ο παππούς με τη σκληρότητα που τον χαρακτήριζε αναφωνούσε: «Ο μικρός φαίνεται κουρασμένος, θα ‘πρεπε να ανέβει να κοιμηθεί. Άλλωστε δειπνούμε αργά απόψε». Κι ο πατέρας μου που δεν τηρούσε, όπως η γιαγιά κι η μητέρα μου, πιστά τις συμφωνίες, θα έλεγε: «Ναι, άντε, πήγαινε να κοιμηθείς»… Και τότε θα χρειαζόταν να φύγω χωρίς τονωτικό. Θα έπρεπε να ανέβω κάθε σκαλοπάτι της σκάλας… με μισή καρδιά ανέβαινα, κι η άλλη μισή μου καρδιά έμενε πίσω, κοντά στη μητέρα μου, εφόσον ο πατέρας μου μαζί με το φιλί που της επέτρεπε να μου δώσει δεν της είχε δώσει την άδεια να με συνοδεύσει στο δωμάτιό μου… Μόλις βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, έπρεπε να σφραγίσω όλες τις εξόδους, να κλείσω τα παντζούρια, να σκάψω τον ίδιο μου τον τάφο καθώς ξέστρωνα τα σκεπάσματα, να φορέσω σα σάβανο τη νυχτικιά μου. Όμως πριν ενταφιαστώ στο σιδερένιο κρεβάτι θέλησα να δοκιμάσω ένα τέχνασμα καταδικασμένου. Έγραψα ένα σημείωμα στη μητέρα μου, ικετεύοντάς την να ανέβει για κάτι πολύ σοβαρό που δεν μπορούσα να το αναφέρω στο σημείωμά μου.. Η μητέρα μου δεν ήρθε… μου διαμήνυσε με τη Φρανσουάζ τα εξής: «Δεν υπάρχει απάντηση»… Ήξερα πως γράφοντας αυτό το σημείωμα τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να έχει για μένα, από το μέρος των γονιών μου, συνέπειες περισσότερο σοβαρές από οποιεσδήποτε άλλες του παρελθόντος … Ήταν βέβαιο ότι μετά από αυτό, όταν θα πήγαινα να σταθώ μπροστά από τη μητέρα μου τη στιγμή που θ’ ανέβαινε για να πλαγιάσει, και θα ‘βλεπε πως είχα μείνει ξύπνιος με το δικαιολογητικό ότι ήθελα να της πω ‘καληνύχτα’ τότε δεν θα με κρατούσαν άλλο πια στο σπίτι, από αύριο κιόλας θα με έκλειναν στο κολέγιο… Όταν ήρθε η ώρα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, ώστε με κόπο μπορούσα να βαδίσω. Τώρα όμως η καρδιά μου δεν χτυπούσε από ανησυχία, αλλά από τρόμο και χαρά… Βλέποντάς την να έρχεται όρμησα επάνω της. Την πρώτη στιγμή με κοίταξε σαστισμένα, χωρίς να καταλαβαίνει τι μου συνέβαινε. Ύστερα, το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση οργής, χωρίς καν να μου μιλήσει, εφόσον άλλωστε ακόμα και για πράγματα πολύ λιγότερο σοβαρά μπορούσαν επί αρκετές μέρες να μη μου μιλάνε… Εν’ τέλει, με φωνή που της την έκοβε η οργή μου είπε: «Φύγε, φύγε τουλάχιστον να μη σε δει ο πατέρας σου να περιμένεις σαν τρελός!» … Ο πατέρας μου μόλις με αντίκρισε πήρε ένα ύφος έκπληκτο και θυμωμένο, ενώ στη συνέχεια η μητέρα μου του εξήγησε με μπερδεμένα λόγια τι είχε συμβεί. Εκείνος τότε της είπε: «Πήγαινε λοιπόν μαζί του, αφού μάλιστα έλεγες πως δεν έχει διάθεση για ύπνο, μείνε για λίγο στο δωμάτιό του, εγώ δεν σε χρειάζομαι για τίποτα… βλέπεις καθαρά πως ο μικρός έχει κάποια στεναχώρια, έχει ύφος απελπισμένο αυτό το παιδί, δεν είμαστε δα και δήμιοι! Όταν τον αρρωστήσεις, θα δεις προκοπή!». Η μαμά τότε κάθισε πλάι στο κρεβάτι μου και άρχιζε να διαβάζει το βιβλίο του Φρανσουά λε Σαμπί που αναφέρεται σε μια ιστορία αγάπης ενός αγοριού για τη μητέρα του, την οποία και εν τέλει παντρεύτηκε, που το κοκκινωπό εξώφυλλό του κι ο ακατανόητος τίτλος του, του προσέδιδαν στα μάτια μου μια ξεχωριστή φυσιογνωμία και γοητεία γεμάτη μυστήριο για κάτι το απροσδιόριστο και ηδονικό το οποίο έκρυβε… Τα δρώμενα της αφήγησης μου φάνηκαν πολύ σκοτεινά επειδή εκείνη την εποχή η σκέψη μου πολύ συχνά ταξίδευε αλλού όταν διάβαζα. Χώρια όμως από τα κενά που δημιουργούσε στην αφήγηση η αφηρημάδα μου, όταν η μαμά μου διάβαζε μεγαλόφωνα συνήθιζε να πηδάει τις ερωτικές σκηνές … και αυτό εμφυσούσε μέσα σ’ αυτή την τόσο κοινή πεζογραφία ένα είδος συναισθηματικής κι αδιάκοπης ζωής» (Μεταφρ. Τ. Ζάννα). Η δόμηση του ψυχισμού του Προυστ Ο Προυστ από εννέα ετών υπέφερε από άσθμα. Ήταν αλλεργικός στα λουλούδια και στο άρωμα των γυναικών. Υπέφερε σε όλη του τη ζωή απ’ αυτό και τελικά πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 57 ετών. Ήταν ασθενικός και είχε την ανάγκη γενικής περίθαλψης. Η παρακλητική κραυγή του προς τη μητέρα, η οποία αποσιωπάται λόγω των ανάμεικτων συναισθημάτων από τα οποία διακατείχετο, δημιουργείται από τη δυνατή λαχτάρα για ένα φιλί. Η σκηνή μετατρέπεται σε αρνητική οιδιποδειακή, με συνέπεια να δημιουργηθεί σύγχυση σεξουαλικής ταυτότητας, πράγμα το οποίο καθορίζει ολόκληρο το μυθιστόρημα. Η μητέρα δέχεται την έκφραση αδυναμίας του γιού της και το παιδί νιώθει ότι κέρδισε αυτή τη μάχη και μπορεί πλέον να ελέγχει τη μητέρα του, με κόστος όμως τις έντονες ενοχές του. Το αποτέλεσμα είναι ότι η μητέρα αυξάνει την κυριαρχία της επάνω του. Στην πορεία τα συναισθήματα του Μαρσέλ διεστράφησαν από τις αντιδράσεις της μητέρας του. Η εκδήλωση αντιφατικών συναισθημάτων έγινε ο κανόνας στις ερωτικές σχέσεις του Αφηγητή. Ο πόνος ήταν γι’ αυτόν η αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει να αγαπηθεί. Όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα για αμοιβαιότητα στην έκφραση αγάπης, όπως συνέβαινε με τον Προυστ σε σχέση με τη μητέρα του, τότε φέρνει κανείς τον εαυτό του σε εξάρτηση από το αντικείμενο. Ο διαστροφικός αυτός τρόπος χρησιμοποιείται προκειμένου να αποτραπεί ο φόβος της απώλειας της αγάπης του αντικειμένου. Μετά από το νυχτερινό φιλί, ο πατέρας εξαφανίζεται από το μυθιστόρημα. Η σχέση με τη μητέρα γίνεται όλο και περισσότερο στενή, παλινδρομική και προ-οιδιποδιακή. Η δομή του μυθιστορήματος Η «Αναζήτηση» είναι μια γιγαντιαία εργασία ονείρου με πλήθος αναμνήσεων προσώπων, τόπων, ονομάτων, αρωμάτων. Στην εισαγωγή της νέας εκδοχής του μυθιστορήματός του «Εναντίον του Σαιντ Μπεβ», ο Προυστ γράφει: «Κάθε μέρα που περνάει δίνω όλο και λιγότερη σημασία στη σκέψη. Κάθε μέρα συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι με άλλα μέσα μπορεί ο συγγραφέας να αναστήσει κάτι από τις εντυπώσεις του, δηλαδή δια άλλων μέσων να αδράξει ένα κομματάκι από τον εαυτό του, το μοναδικό υλικό της τέχνης. Αυτό που οι νοητικές διεργασίες μας αποκαθιστούν ως παρελθόν δεν είναι το παρελθόν… είναι ο ‘ξανακερδισμένος χρόνος’». Ολόκληρη η δομή του «Αναζητώντας» περικλείεται στις επτά σελίδες της εισαγωγής του Προυστ, όπου μέσα σε ελάχιστες ημέρες είχε βιώσει και σκιαγραφήσει την αρχή – τον ‘Χαμένο Χρόνο’ – και το τέλος του μυθιστορήματός του – τον ‘Ξανακερδισμένο Χρόνο’. Ο εσωτερικός μονόλογος τελειώνει με την επαναλαμβανόμενη σκέψη του για τον χρόνο, την ύπαρξη του οποίου ζητούν οι αναμνήσεις να καταργήσουν. Όμως ο χρόνος όλο και πιο αφόρητα πιέζει τον Αφηγητή, καθώς πλησιάζει την αλήθεια και το θάνατο. Ο ίδιος δέχεται μια πρόσκληση από την πριγκίπισσα ντε Γκερμάντ στο παλάτι της, όπου βλέπουμε ότι η λάμψη της αριστοκρατίας έχει πλέον χλομιάσει. Σκοντάφτοντας στο πλακόστρωτο της εισόδου κατακλύζεται από μνήμες. Ενώ κλονίζεται μπαίνοντας μετά από λίγο σε ένα προθάλαμο και ακούγοντας τη μουσική του Βιντέιγ – μουσική του πεθαμένου πατέρα – συγχρόνως παρατηρεί στη βιβλιοθήκη το βιβλίο της Γεωργίας Σάνδη "Φρανσουά λε Σαμπί" που ξέρουμε από τη σκηνή του φιλιού που δεν δόθηκε. Ο ίδιος βρίσκεται στον προθάλαμο της συνάντησης με τους "γονείς" του, σε μια σκηνή παρόμοια της πρωταρχικής. Στο σαλόνι οι άνθρωποι έχουν γεράσει. Ο Πανδαμάτωρ Χρόνος έχει κινήσει και πάλι τα πλοκάμια του. Ο Αφηγητής τότε αντιλαμβάνεται ότι μόνο η τέχνη θα είναι η σωτηρία του. Αποφασίζει να γράψει το βιβλίο που κρύβει μέσα του: Ο Χρόνος δεν χάνεται αφού μπορεί να τον ξανακερδίσει με την Τέχνη. Συγχρόνως, ο Αφηγητής καταργεί το Χρόνο τη στιγμή που έχει τελειώσει και γυρίζει τον αναγνώστη στην αρχή του μυθιστορήματος. Συγγραφέας: Marcel Proust
|
ΣυγγραφέαςΤσώλης Κωνσταντίνος <
Αρχείο
January 2018
|