Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση ενός ενδεικτικού τμήματος του έργου του M. Proust παραθέτουμε ένα βίντεο για την σημαντικότητα του έργου του συγγραφέα και την επιρροή αυτού στην σύγχρονη κοινωνία σε θέματα τόσο τέχνης όσο και ψυχολογίας. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η σύνδεση του ψυχισμού του συγγραφέα με την τέχνη της λογοτεχνίας δημιουργώντας μία νέα φιλοσοφία ζωής. Παρατίθεται ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η Φυλακισμένη» του δεκάτομου, 3.200 σελίδων, μυθιστορήματος «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» (A la recherche du Temps Perdu) του Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ (1876-1922). Ο συγγραφέας έζησε στην επονομαζόμενη Belle Epoque (τέλος του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα από το 1907 σε ηλικία 36 ετών και το συνέχισε μέχρι το θάνατό του. Για χρόνια το αχανές, δύσκολο αλλά εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα θεωρούνταν αμετάφραστο και χρειάσθηκαν δύο γενιές λογοτεχνών-μεταφραστών για να επιτευχθεί αυτό. Το απόσπασμα που επιλέχθηκε δίνει ένα παράδειγμα του περίπλοκου και «στοιχειωμένου» από το παρελθόν έρωτα ενός άνδρα για μια γυναίκα: «…μεταξύ των αισθησιακών εκφράσεων άλλες θα θεωρούνταν παράξενες από τη γιαγιά μου και άλλες από τη μητέρα μου. Διότι σιγά-σιγά είχα ξεκινήσει να μοιάζω σε όλες μου τις σχέσεις στον πατέρα μου ο οποίος, με ένα διαφορετικό τρόπο από εμένα, χωρίς αμφιβολία, διότι τα πράγματα επαναλαμβάνονται με μεγάλη ποικιλία, ενδιαφέρεται πολύ για τον καιρό. Και όχι μόνο ο πατέρας μου, αλλά όλο και περισσότερο η θεία μου η Λεονή. Διαφορετικά, η Αλμπερτίν θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τις εξόδους μου, ώστε να μην την αφήνω μόνη της χωρίς τον έλεγχό μου. Αν κάθε ημέρα έβρισκα μια δικαιολογία, λόγω μιας ιδιαίτερης αδιαθεσίας, εκείνο το οποίο με έκανε συχνά να παραμένω στο κρεβάτι δεν ήταν η Αλπερτίν, ούτε κάποιο πρόσωπο που αγαπούσα, αλλά ένα πρόσωπο με μεγαλύτερη δύναμη επάνω μου απ’ ότι κάποιος αγαπημένος. Αυτό το πρόσωπο είχε ενδοβληθεί μέσα μου, ένα δεσποτικό πρόσωπο, σε τέτοιο βαθμό που να καθησυχάζει μέσα μου τις ζηλότυπες υποψίες μου (για την Αλμπερτίν) ή τουλάχιστον να με εμπόδιζε να πηγαίνω για να επιβεβαιώσω εάν αυτές είχαν κάποια βάση, και αυτό το πρόσωπο ήταν η θεία Λεονή. Αυτή ήταν απολύτως ευσεβής και με την οποία θα μπορούσα να ορκισθώ ότι δεν έχω τίποτα το κοινό, εγώ που είμαι τόσο τρελός για την απόλαυση, προφανώς είμαστε διαφορετικός κόσμος από εκείνη τη μανιακή που δεν είχε γνωρίσει καμία ευχαρίστηση στη ζωή της και ξάπλωνε λέγοντας ανοησίες κάθε ημέρα… Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, έχω μια υπερβολική ομοιότητα με τον πατέρα μου, στο βαθμό να μην είμαι ικανοποιημένος να συμβουλεύομαι απλώς το βαρόμετρο, αλλά να γίνομαι ένα κινούμενο βαρόμετρο ο ίδιος και να πρέπει να επιτρέπω στον εαυτό μου να παίρνει εντολή από τη θεά Λεονή να μένω σπίτι και να παρακολουθώ τον καιρό από το παράθυρο του υπνοδωματίου μου ή ακόμη και από το κρεβάτι μου. Να τώρα μιλούσαμε με την Αρμπερτίν, άλλοτε σαν το παιδί που ήμουν κάποτε στο Κομπραί (πόλη της Νορμανδίας) όταν μιλούσα στη μητέρα μου και άλλοτε με τον τρόπο που μου μιλούσε η γιαγιά μου. Όταν έχουμε περάσει μια ορισμένη ηλικία, η ψυχή του παιδιού που ήμασταν και οι ψυχές των νεκρών από τις οποίες προήλθαμε, έρχονται και μας ρίχνουν πάνω μας τα πλούτη και τα ξόρκια τους, ζητώντας να τους επιτραπεί να συνεισφέρουν στα νέα συναισθήματα που νοιώθουμε και τα οποία, διαγράφοντας την παλιά τους μορφή, τα αναπλάθουμε δημιουργώντας κάτι πρωτότυπο. Έτσι, όλο το παρελθόν μου, από τα πρώτα μου χρόνια, και πέρα από αυτά, το παρελθόν των γονιών μου και των συγγενών μου ανάμειξαν τον αισθησιακό μου έρωτα για την Αλμπερτίν με την τρυφερή γοητεία για στοργή που ήταν ταυτόχρονα θυγατρική και μητρική. Πρέπει να παρέχουμε φιλοξενία σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιο της ζωής μας σε όλους τους συγγενείς που έχουν ταξιδέψει τόσο μακριά και συγκεντρώθηκαν γύρω μας. Πριν με ακούσει η Αλμπερτίν και βγάλει τα παπούτσια της, μισάνοιγα τη νυχτικιά της και έβλεπα τα δύο ανασηκωμένα βυζάκια της που έμοιαζαν με δύο ώριμα φρούτα και την κοιλιά της που έκλεινε στη γραμμή των μηρών της με μια καμπύλη τόσο χαλαρωτική, όσο η καμπύλη του ορίζοντα όταν ο ήλιος έχει εξαφανιστεί. Έβγαζε τα παπούτσια της και ξάπλωνε δίπλα μου». Ο Προυστ μέσω του Αφηγητή του, είναι έτοιμος να υμνήσει την ερωτική ένωση των δύο εραστών, αλλά πριν φθάσει στη σκηνή της ηδονής, κάνει μια παύση για να αναρωτηθεί τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που έχει αυτές τις διεγερτικές επιθυμίες, αυτή την επείγουσα ροπή για αυτό-έκφραση. Ανακαλύπτει ότι μοιάζει σε κάποιες ιδιοτροπίες στον πατέρα του, σε άλλες στη μητέρα του και στη γιαγιά του και ακόμη σε άλλες στην υποχόνδρια θεία Λεονή, η οποία θα κλεινόταν στο σπίτι της και θα θεωρούσε ως αξιομνημόνευτο γεγονός κάτι συνηθισμένο που θα περνούσε έξω το παράθυρό της. Ο Αφηγητής, σκεπτόμενος τις ταυτίσεις του με τους άλλους, ξαφνικά χάνει στην αίσθηση της προσωπικής του οντότητας και γίνεται ένα ζωντανό σταυροδρόμι στο οποίο συναντώνται και συγχωνεύονται οι ταυτότητες των άλλων ανθρώπων. Πρόσωπο με πρόσωπο με την Αλμπερτίν είναι ταυτόχρονα ένα παιδί που περιμένει να το νταντέψουν και ένας γονέας που περιμένει να νταντέψει την Αλμπερτίν. Οι πρώτες ταυτίσεις που απέκτησε όταν ήταν παιδί είναι ζωντανές. Η γνώση του παρελθόντος είναι αναγκαίος τρόπος για να γίνει κατανοητό το παρόν. Μια σχέση στην οποία ο διάλογος μεταξύ των δύο εραστών επιτρέπει στους παρελθοντικούς εαυτούς τους να συνεχίσουν να μιλούν και η συναισθηματική παλινδρόμηση να γίνει τμήμα της κοινής ερωτικής εμπειρίας. Αυτή είναι μια σχέση δυνητικής ευρωστίας και αμοιβαίας ικανοποίησης. Τα τραυματικά υπολείμματα που ξέμειναν από την παιδική εμπειρία μπορούν ίσως να εκτονωθούν με αυτόν τον τρόπο ή να εμπλακούν σε απομακρυσμένα σχέδια της επιθυμίας. Στο μυθιστόρημα βρίσκουμε το πνεύμα του Προυστ, την κωμική του εξυπνάδα, την αίσθηση του παραλόγου, την ειρωνεία του και την πνευματική του ευθυμία που λείπουν από μια κανονική ανάλυση. Ο τρόπος γραφής που έχουμε εδώ και σε άλλα παρόμοια αποσπάσματα, έχει ένα πολυδιάστατο νόημα με έντονες αμφισημίες με κωμικές περιπλοκές. Ένα μέρος του πνεύματος εδώ ανθίζει από την κίνηση του λογοτεχνικού νοήματος με πελώρια εσωτερικά διαστήματα που είναι διαθέσιμα ως μια πηγή έκφρασης στο συγγραφέα. Οι αναφορές στη θέα Λεονή και στο βαρόμετρο του πατέρα του αφηγητή μας πηγαίνει πίσω στην κοινωνική κωμωδία του Κομπραί στην αρχή του μυθιστορήματος. Η μεταφορά των ψυχών στην οποία αναφέρεται ο Αφηγητής είναι επίσης μια μεταφορά εικόνων στο χώρο και στο χρόνο: με το να ταυτίζεται με τη θεία του γίνεται απόλυτα φιλάσθενος, με το να ταυτίζεται με τον πατέρα του βρίσκει τον εαυτό του να γίνεται το βαρόμετρο του πατέρα του. Αυτοί οι άνθρωποι τον καταδυναστεύουν από το παρελθόν και καταλαμβάνοντας χώρο στο παρόν σκηνικό, τον αναγκάζουν να επιλέγει να μαραζώνει μέσα στο σπίτι του ενώ η ερωμένη του βγαίνει έξω στην πόλη και έτσι του δημιουργούνται αγχωτικές φαντασιώσεις ζήλειας. Θα μπορούσε να πάει μαζί της για να την έχει υπό την επιτήρησή του, αλλά διαλέγει να απολαμβάνει τη ζηλόφθονη μιζέρια του. Ακόμη και όταν επιλέγει να κάνει έρωτα τα φαντάσματα τον καταδιώκουν και οι παιδικές του ταυτίσεις του υπαγορεύουν τα διάφορα σχήματα στα οποία προσαρμόζεται η σεξουαλική του επιθυμία. Το τέλος του αποσπάσματος είναι ένας ύμνος στο κάλλος του γυμνού γυναικείου σώματος που το απολαμβάνει πλέον παραμερίζοντας τις παρελθούσες ταυτίσεις και επιρροές. Στο κείμενο υπάρχει μια μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ της συμπεριφοράς που πρέπει να εξηγηθεί, μιας αρχικά αυτό-καστροφικής σχέσης, και των επεξηγηματικών διαδικασιών που ο Αφηγητής κινητοποιεί στην ανάγκη του για κατανόηση. Αυτές οι διαδικασίες είναι υπερβολικά εκτεταμένες σε χώρο και σε χρόνο, δομημένες σε μεγάλες συντακτικές δομές, στο πνεύμα του συγγραφέα. Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Τσώλης Εικόνες που Συνδέονται με Φράσεις του ΚειμένουComments are closed.
|
ΣυγγραφέαςΤσώλης Κωνσταντίνος <
Αρχείο
January 2018
|